-
1 πλεκτος
3[adj. verb. к πλέκω См. πλεκω]1) плетеный(τάλαρος Hom.; στέγαι Aesch.; κύτος Eur.)
2) витой, крученый(σειρή Hom.)
πλεκτέ Αἰγύπτου παιδεία Eur. — египетские канаты3) сплетенный(στέφανος Eur.)
ἄνθη πλεκτά Aesch. — гирлянды цветов - см. тж. πλεκτή -
2 πλεκτός
η, ό[ν] см. πλεχτός -
3 πλεκτός
[плэктос] ас. плетённый, сплетённый, вязаный. -
4 απλεκτος
-
5 ευπλεκτος
эп. ἐΰπλεκτος 2хорошо сплетенный, красиво свитый(σειρή, δίφρος Hom.; ἄρκυες Eur.; κόμη Anth.)
-
6 θεμιπλεκτος
-
7 συμπλεκτος
-
8 τανυπλεκτος
-
9 φιλοπλεκτος
-
10 θώρακας
См. также в других словарях:
πλεκτός — plaited masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεκτόν — πλεκτός plaited masc acc sg πλεκτός plaited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖο — πλεκτός plaited masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖς — πλεκτός plaited masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖσι — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖσιν — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοί — πλεκτός plaited masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῦ — πλεκτός plaited masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτούς — πλεκτός plaited masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)