-
1 πλειότερος
πλειότερος, ion. u. ep. compar. von πλεῖος, voller, Od. 11, 359; dah. reicher, begüterter, Nic. Th. 119 Arat. 644.
-
2 πλειοτερος
-
3 πλειότερος
πλειότερος, voller; reicher, begüterter -
4 πλειότερος
η, ον см. περισσότερος -
5 πλειότερος
πλέωςfull: masc nom comp sg (epic) -
6 πλέος
πλέος, ion. πλεῖος, aber auch πλέος, Her. 1, 178. 194, att. πλέως, πλέα, πλέων, voll, angefüllt, τινός, wie δυςμενέων ἀνδρῶν πλεῖος δόμ ος, Od. 4, 319; σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεί, ll. 4. 262; εἰδώλων. δὲ πλέον πρόϑυρον, Ol 20, 855, πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, Il. 2, 226; νηλὴς σὺ καὶ ϑράσους πλέως, Aesch. Prom. 42; φρονήματος πλέως ὁ μῦϑός ἐστιν, ib. 955; φόβου πλέα τις εἶ, ib. 689; πάντα φόβου πλέα, Pers. 595; φῠναι τὸν ἄνδρα πάντ' ἐπιστήμης πλέω, Soph. Ant. 717, aber Ai. 1129 haben die mss. übereinstimmend ἄνδρα μωρίας πλέων; plur. οἱ πλέῳ, 1091; ἀναιδείας πλέαν, El. 597; ἐν πόλει ψόφου πλέᾳ, Eur. Ion 601; πόϑου πλέως, Bacch. 456; u. in Prosa: τινός, Her. 1, 178. 194; Ἀχιλλεὺς τοσαύτης ἦν υαραχῆς πλέως, Plat. Rep. III, 391 c; ϑεῶν εἶναι πάντα πλέα, Epin. 991 d, Folgde. – Von der Zeit sagt Hes. Th. 636 δέκα πλείους ἐνιαυτούς, zehn volle Jahre, wie πλέῳ ἤματι, O. 794. – Compar. πλειότερος, Od. 11, 359, wie Nic. Th. 119 Arat. 644.
-
7 παρασχηματίζω
A change from the true form, transform,ὀνειδισμός ἐστι τῆς ἁμαρτίας παρεσχηματισμένος τὸ σκῶμμα Thphr.
ap. Plu.2.631e, cf. D.L.6.9 ; ὁ βασιλεὺς.. θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχαμάτισται has been transformed into.., Diotog. ap. Stob.4.7.61.2 in Gramm., form from another word by a slight change, Porph.in Cat.69.20, Sch.Ar.Ach. 424, etc.; dub. sens. in Phld.Rh.2.97 S. ; παρασχηματίσας τῷ πατρί forming a derivative word ([etym.] πατρίς ) from πατήρ, Hierocl.p.50 A.:—[voice] Pass., A.D.Conj.237.27 ; θηλυκῷ καὶ οὐδετέρῳ γένει Et.Gen.s.v. πλειότερος.II speak incorrectly, Suid.s.v. σχηματιζόμενος.2 make false pretences, Anon. ap. eund. s.v. παρασχηματίζειν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασχηματίζω
-
8 πλέως
πλέως, πλέᾱ, πλέων, pl. πλέῳ, πλέᾳ, πλέᾱ; [dialect] Ion. [full] πλέος, -έη, -έον; [dialect] Ep. [full] πλεῖος, η, ον (Hom. uses πλέον only in Od.20.355); [var] contr. fem. πλῆ Hdn.Gr.2.912: ([etym.] πίμ-πλη-μι):—A full, filled, c. gen., πλεῖαί τοι οἴνουκλισίαι Il.9.71
;νηῦς πλείη βιότοιο Od.15.446
;εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή 20.355
, cf. 4.319, 17.605;πλείη γαῖα κακῶν Hes.Op. 101
;τάφρος πλέη ὕδατος Hdt.1.178
;στρατιῆς ἅπαντα πλέα Id.8.4
;λήματος πλέος Id.5.111
; θράσους πλέως, φόβου πλέα, etc., A. Pr.42, E.Med. 263, etc.;ἀναιδείας πλέαν S.El. 607
;ἔπη μωρίας πολλῆς πλέα Id.Aj. 745
; λήθης, ταραχῆς π., Pl.R. 486c, 391c;φροντίδων πάντα π. Antipho Soph.49
.2 infected with..,S.
Ph. 39;ἀτιμίας πλέως Cratin.9
; ἀχθόμενος ὅτι πλέα σοι ἀπ' αὐτῶν [τῶν βρωμάτων] ἐγένετο [ἡ χείρ] X.Cyr.1.3.5.II abs., full,πλείοις δεπάεσσι Il.8.162
, etc.;κνέφαλλον πλέων IG12.330.22
.2 of Time, full, complete, δέκα πλείους ἐνιαυτούς ten full years, Hes.Th. 636; ἤματος ἐκ πλείου, πλέῳ ἤματι, the longest day, Id.Op. 778, 792: [comp] Comp.πλειότερος Od.11.359
, Arat.1080, Call.Fr.51 P., Poet. ap. Et.Gen.3 πλείην· ἔγκυον, Hsch. -
9 πλεώτερος
A = πλειότερος, PLond.5.1722.27 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεώτερος
-
10 πλεῖος
A v. πλέως. -
11 πλεῖος
πλεῖος, πλέος, comp. πλειότερος: full.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλεῖος
-
12 πλέος
πλεῖος, πλέος, comp. πλειότερος: full.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλέος
См. также в других словарях:
πλειότερος — πλέως full masc nom comp sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] … Dictionary of Greek