Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλισίαι

См. также в других словарях:

  • κλισίαι — κλισία place for lying down fem nom/voc pl κλισίᾱͅ , κλισία place for lying down fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισίᾳ — κλισίαι , κλισία place for lying down fem nom/voc pl κλισίᾱͅ , κλισία place for lying down fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ενεστιώμαι — ἐνεστιῶμαι, άομαι (Α) [εστιώμαι] συμποσιάζω ή φιλοξενούμαι σε έναν τόπο («ἦν... ἱλαραὶ κλισίαι τοῑς ἐνεστιᾱσθαι θέλουσιν», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»