Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλία

См. также в других словарях:

  • πλια — Ν βλ. πια …   Dictionary of Greek

  • πια — και πλια και μπλια Ν επίρρ. 1. περισσότερο, πλέον, κιόλας, ήδη 2. φρ. «όλο το πλια» κατά το πλείστον 3. το θηλ. ως επίθ. πλια περισσότερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πια /πλια < πλεά < πλέα, πληθ. τού πλέον] …   Dictionary of Greek

  • κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ξαναπρασινίζω — 1. πρασινίζω ξανά 2. μτφ. ακμάζω ξανά, αναθάλλω («αν η νιότης μια βολά διαβεί και μάς αφήσει, πλια της σ εμάς δεν στρέφεται να ξαναπρασινίσει», Σουμμ.) …   Dictionary of Greek

  • παραχρυσωμένος — και παραχρουσωμένος, η, ο επίχρυσος, χρυσωτός, χρυσωμένος («στην κάμερα την πλια όμορφη, την παραχρυσωμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + χρυσώνω] …   Dictionary of Greek

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • προικιό — και προυκιό, το, Ν 1. καθετί που περιλαμβάνεται στην προίκα 2. μτφ. φυσικό προσόν («κοιλάρφανο χλομό παιδί, που χε προικιό τής μοίρας μόνον καρδιά μεγάλη», Γρυπ.) 3. στον πληθ. τα προικιά ή προυκιά όλα τα είδη που αποτελούν την προίκα, ιδίως τα… …   Dictionary of Greek

  • σαρακηνός — ο, θηλ. σαρακηνή, ΝΜ, και τ. ουδ. σαρακηνό, Ν 1. αυτός που κατοικεί, κατάγεται ή προέρχεται από την αραβική πόλη Σάρακα 2. (στον πληθ. και ως κύριο όν.) οι Σαρακηνοί νομαδικό φύλο της βορειοδυτικής Αραβίας γνωστό για τις ληστρικές επιδρομές του… …   Dictionary of Greek

  • φκολα — Ν επίρρ. εύκολα («κι εγώ θανάτους εκατό πλια φκολα θέλω πάρει», Ερωτόκρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκολα. Η αποβολή τού ε οφείλεται σε μετρ. λόγους] …   Dictionary of Greek

  • πιο — I πια και πλιά επίρρ. χρον., πλέον, κιόλας, ήδη. II επίρρ. ποσ., περισσότερο, πλέον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»