-
1 πιων
-
2 πιὼν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πιὼν
-
3 πιηεις
-
4 πιον
-
5 πιος
-
6 πιοτατος
-
7 πιοτερος
-
8 ευπιων
-
9 ηλιθιος
дор. ἀλίθιος 3(ῐθ, ᾱ)1) безрассудный, глупый, нелепый(εὐηθίη Her.; ὅστις μέ πιὼν κῶμον φιλεῖ Eur.; βλάψ τε καὴ ἠ. Xen.; θάρρος Plat.; φρένες ἀνδρῶν Plut.)
ἠλιθιώτατος ἁπαξαπάντων Arph. — глупейший из всех2) бесполезный, бесплодный, напрасный(χόλος Pind.; βέλος Aesch.; ὁδός Theocr.)
-
10 θελγω
(impf. ἔθελγον - эп. θέλγον и iterat. 3 л. sing. θέλγεσκε, fut. θέλξω - дор. θελξῶ, aor. ἔθελξα - поэт. θέλξα; pass.: fut. θελχθήσομαι, aor. ἐθέλχθην - эп. 3 л. pl. ἔθελχθεν)1) зачаровывать, околдовывать(πάντας ἀνθρώπους, ἀνδρῶν ὄμματα τῇ ῥάβδῳ Hom.; ἀοιδαὴ θέλξαν τινά Pind.; Ἔρως θέλγει τινά Soph., Eur.; ὑπὸ σειρῆνος θελγόμενος Plut.)
θαῦμα μ΄ ἔχει, ὡς οὔτι, πιὼν τάδε φάρμακ΄, ἐθέλχθης Hom. — я изумлена, что ты, выпив этого снадобья, не оказался заколдованным, т.е. избегнул чар2) перен. очаровывать, обольщать, завлекать(ἐπέεσσι, ἔρῳ, αἱμυλίοισι λόγοισι, ψεύδεσσι Hom.; μελιγλώσσοις ἐπαοιδαῖσι Aesch.)
θέλγουσα πειθώ Sext. — неотразимая убедительность3) отуманивать, ослеплять(Ἀχαιῶν νόον Hom.)
4) расслаблять(θυμὸν ἐν στήθεσσί τινι Hom.)
5) очаровывать, приводить в восторг, восхищать(πάντων νόημα Plat.)
6) внушать, убеждать(τὸ μέ κτεῖναι Aesch.)
7) вызывать волшебством, навевать чарами(ἀνηνεμίην Anth.; εὐφροσύναν Pind.)
-
11 χωρος
ὅ1) место, местность(ὑλήεις Hom.; πίων Hes.)
ἔχειν χῶρόν τινα Aesch. — жить в какой-л. местности2) пространство, промежуток3) тж. pl. край, область, страна(τῆς Ἀραβίης χ., οἱ τῶν Θηβαίων χῶροι Her.)
4) деревня(ἀπὸ τοῦ χώρου εἰς ἄστυ Xen.)
5) земельный участок, поле Xen.
См. также в других словарях:
Πίων — fat masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… … Dictionary of Greek
πίων — πί̱ων , πίων fat masc/fem nom/voc sg πί̱ων , πῖον fat neut gen pl πί̱ων , πῖος fem gen pl πί̱ων , πῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιών — πίνω Aër. aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιόνοιν — Πίων fat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιόνων — Πίων fat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῖον — πίων fat masc/fem voc sg πῖον fat neut nom/voc/acc sg πῖος masc acc sg πῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίον — Πίων fat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίονα — Πίων fat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίονας — Πίων fat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίονες — Πίων fat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)