-
1 αγρος
ὅ преимущ. pl.1) поле, пашня Hom., Pind.τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο ὡραῖα или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. — сельскохозяйственные продукты
2) сельская местность, деревняἐπ΄ ἀγροῦ Hom., ἐπ΄ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ΄ ἀγρούς Plat. и ἐπ΄ ἀγροῖς Plut. — в деревне;
ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. — в городе или в деревне3) поместье, именье Hom. -
2 Ἀγρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀγρὸς
-
3 ἀγρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρὸς
-
4 ἀγρός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρός
-
5 ἀγρός
ὁ ἀγρός поле -
6 ἀγρός
68 ἀγρός{сущ., 36}1. поле, участок земли;2. деревня, селение.Ссылки: Мф. 6:28, 30; 13:24, 27, 31, 36, 38, 44; 19:29; 22:5; 24:18, 40; 27:7, 8, 10; Мк. 5:14; 6:36, 56; 10:29, 30; 13:16; 15:21; 16:12; Лк. 8:34; 9:12; 12:28; 14:18; 15:15, 25; 17:7, 31, 36; 23:26; Деян. 4:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγρός
-
7 αγρός
68 ἀγρός{сущ., 36}1. поле, участок земли;2. деревня, селение.Ссылки: Мф. 6:28, 30; 13:24, 27, 31, 36, 38, 44; 19:29; 22:5; 24:18, 40; 27:7, 8, 10; Мк. 5:14; 6:36, 56; 10:29, 30; 13:16; 15:21; 16:12; Лк. 8:34; 9:12; 12:28; 14:18; 15:15, 25; 17:7, 31, 36; 23:26; Деян. 4:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγρός
-
8 αγρός
ο1) поле; нива;τα άνθη τού αγρου — полевые цветы;
2) πλ. сельская местность;§ αγρόν ηγόρασα — по мне хоть трава не расти
-
9 ἀγρός
1. поле, участок земли; 2. деревня, селение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρός
-
10 ἀγρός
поле, поместье -
11 αγρός
[агрос] ουσ α поле, сельская местность. -
12 αιγαγρος
-
13 δημοσιος
Iдор. δᾱμόσιος 3(обще)народный, общественный, государственный(ἀγρός Her.; πλοῦτος Thuc.; πλοῖα Plat.; ἀγών Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς τρία μέρη τέν χώραν, τέν μὲν ἱερὰν, τέν δὲ δημοσίαν, τέν δ΄ ἰδίαν Arst.)
δίκαι δημόσιαι Arst. — процессы по обвинениям в государственных преступленияхIIὅ1) глашатай Her.2) блюститель порядка, полицейский Arph.3) писец Dem.4) палач Diod.5) искупительная жертва Arph. (ср. φαρμακός) -
14 επαγρος
-
15 ευαγρος
-
16 ευκαρπος
21) плодородный, изобилующий плодами(γαῖα, χθών Pind.; χώρη, θέρος Soph.; ἀγρός Plut.)
2) плодовитый(εὔπαις καὴ εὔ. HH.)
3) оплодотворяющий(Ἀφροδίτη Soph.; Δημήτηρ Anth.)
-
17 ευφορος
21) удобный для ношения, легкий(ὅπλα, δόρυ Xen.; σφενδόνη Luc.)
2) быстро переносящийся, быстро распространяющийся(νοσήματα Luc.)
3) хорошо движущий, попутный(πνεῦμα Xen.)
4) легко выносимый(πόνοι Pind.)
5) здоровый, крепкий(σῶμα Xen., Arst.)
6) плодовитый, плодоносный(φυτά Arst.; ἀγρός Plut.)
-
18 οναγρος
-
19 παναγρος
-
20 πιων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγρός — field masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek