-
1 περιτροχαλος
2бегущий вокруг, круговой
См. также в других словарях:
ποδοτρόχαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμεικὸν τροχὸν κινῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + τροχαλός (< τρέχω), πρβλ. περι τρόχαλος] … Dictionary of Greek
1 περιτροχαλος
ποδοτρόχαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμεικὸν τροχὸν κινῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + τροχαλός (< τρέχω), πρβλ. περι τρόχαλος] … Dictionary of Greek