Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περιτρόχαλος

См. также в других словарях:

  • περιτρόχαλος — round about masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • περιτρόχαλον — περιτρόχαλος round about masc/fem acc sg περιτρόχαλος round about neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρόχαλα — περιτρόχαλος round about neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»