-
1 περιορισμός
περιορισμόςmarking out by boundaries: masc nom sg -
2 περιορισμός
ο1) ограничение;περιορισμός των είσαγωγών — ограничение импорта;
κατάργηση των περιορισμών — отмена ограничений;
της κυκλοφορίας — комендантский час;του εκλογικού δικαιώματος — избирательный ценз;2) заключение, арест; заточение;θέτω υπό περιορισμό[ν] — арестовать;
υπό κατ' οίκον περιορισμόν — под домашним арестом;
3) сдерживание; обуздание -
3 περιορισμός
[пэриоризмос] та. а. ограничение, обуздание, сдерживание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιορισμός
-
4 περιορισμός
[пэриоризмос] та. а. ограничение, обуздание, сдерживание. -
5 περιορισμός
περιορ-ισμός, ὁ,A marking out by boundaries, D.H.8.75, Plu. Num.16 ; description of the boundaries of a property, OGI225.31 (Didyma, iii B. C.), SIG685.57 (Crete, ii B.C., pl.); π. τῆς οἰκουμένης description of.., Scymn.74.3 in Metric, division of a strophe, Poëm. 6.4 gloss on δρύφακτοι, EM228.33.II as Law-term, = Lat. deportatio, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιορισμός
-
6 περιορισμός
ограничувањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > περιορισμός
-
7 περιορισμός
limitation -
8 περιορισμός
ograniczenie (n) rzecz. -
9 περιορισμός
1) ohraničení2) omezení3) omezování -
10 περιορισμός
1) limitation2) restrictionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιορισμός
-
11 sınırlandırma
περιορισμός -
12 tahdit
περιορισμός -
13 limitation
περιορισμός -
14 ohraničení
περιορισμός -
15 omezení
περιορισμός -
16 omezování
περιορισμός -
17 περιορισμοί
περιορισμόςmarking out by boundaries: masc nom /voc pl -
18 περιορισμούς
περιορισμόςmarking out by boundaries: masc acc pl -
19 περιορισμόν
περιορισμόςmarking out by boundaries: masc acc sg -
20 kısıtlama
περιορισμός,, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
См. также в других словарях:
περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek
περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)