-
1 περιμενώ
-
2 περιμενῶ
-
3 περιμένω
περιμένωwait for: pres subj act 1st sgπεριμένωwait for: pres ind act 1st sg -
4 περιμενω
1) ждать, выжидать, пережидать(ὀλίγον χρόνον Plat.)
περιεμένομεν ἑκαστοτε, ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. — мы ждали всякий раз, пока не открывалась темница;π. ἄχρι ἂν σχολάσῃ Xen. — ждать, пока он не освободится;π. ἀποτελεσθῆναι Plat. — ждать своего завершения2) ожидать, дожидаться(τινὰ ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσιν Xen.; τέν ἐπαγγελίαν NT.)
3) терпеливо пережидать, выдерживать, выносить(τινὰ μακρὰ λέγοντα Plut.)
4) перен. ждать, быть впереди, предстоять(τίς με πότμος ἔτι περιμένει; Soph.)
μέ θύσαντες δεινὰ περιμένει Plat. — тех, кто не совершил жертвоприношений, ожидает тяжелая участь;τοῦ καιροῦ μέ περιμένοντος Plut. — когда время не ждало, т.е. когда нехватало времени -
5 περιμένω
A wait for, await, c. acc. pers., Hdt.4.89, Ar.Pl. 643, etc.;π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσι X.An.2.4.1
, etc.: c. acc. rei,π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ar.Fr.387.8
; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντός τι as the time could not wait for.., Plu.Caes.17.4 of events, await, be in store for, τίς με πότμος ἔτι π.; S.Ant. 1296(lyr.); μὴ θύσαντας δεινὰ π. Pl.R. 365a ; ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον π. ib. 614a.II c. inf., οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι will not wait for others to destroy them, ib. 375c ; ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι awaits its accomplishment, Id.Tht. 173c; μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν [τὰ τοιαῦτα] ἐλθεῖν π. D.21.220;π. τὰ λοιπὰ μαθεῖν D.H.1.13
.III abs., wait, stand still, Hdt.7.58, Ar.Ec. 517, etc.;π. αὐτοῦ Id.Ach. 815
;ὀλίγον χρόνον Pl.Ap. 38c
;π. ἕως <ἂν> τὸν ὄχλον διωσώμεθα X.Cyr.7.5.39
;ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Pl.Phd. 59d
, cf. 116a ; μέχρι τούτου, ἕως ἂν .. D.9.10 ; ἄχρι ἂν .. X.An.2.3.2 ; μέχρις ἄν .. Epict.Ench.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιμένω
-
6 περιμένω
περιμένω fut. 3 pl. περιμενοῦσιν Wsd 8:12; 1 aor. περιέμεινα, impv. περίμεινον (Soph., Hdt. et al.; pap, LXX, Joseph.) wait for w. acc. τινά someone (Aristoph., Plut. 643; Thu. 5, 64, 4; X., An. 2, 1, 3; 2, 4, 1; POxy 1762, 10; PGiss 73, 4; Wsd 8:12; Jos., Ant. 12, 193) Hs 9, 11, 1. τὶ someth. (Pla., Phd. 63, 115a, Ep. 7, 327e; Gen 49:18; Jos., Ant. 1, 219; 2, 69, Vi. 176; Ath., R. 16 p. 67, 24) Ac 1:4. Foll. by ἵνα wait to MPol 1:2. Abs. wait (Appian, Syr. 9 §35; Jos., Ant. 6, 100) Ac 10:24 D.—M-M. TW. -
7 περιμένω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιμένω
-
8 περιμένω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιμένω
-
9 περιμένω
(αόρ. (ε)περίμιηνα и περιέμεινα) μετ., αμετ.1) ждать, ожидать; περίμενε μιά στιγμή подожди (одну) минуту; δεν το περίμενα αυτό я этого не ожидал; 2) надеяться (на что-л.);περιμένουμε ενισχύσεις — надеемся получить подкрепление;
§ τον περιμένουν — он при смерти;
περίμενε! жди больше! -
10 περιμένω
(о)ждать, дожидаться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περιμένω
-
11 περιμένω
τινά жду, ожидаю, дожидаюсь кого -
12 περιμένω
+ V 1-0-0-0-1=2 Gn 49,18; Wis 8,12to wait for [τινα] Wis 8,12; id. [τι] Gn 49,18 -
13 περιμένω
[пэримэно] ρ ждать, ожидать. -
14 περιμένω
περι-μένω, auf einen, der kommen soll od. zurückbleibt, warten, erwarten; cum part., aushalten, ertragen -
15 περιμένω
attendre -
16 περιμένω
1) czekać czas.2) oczekiwać czas.3) oczekiwanie przysł.4) spodziewać czas.5) zaczekać czas. -
17 περιμένω
1) čekat2) očekávat3) počkat4) vyčkávat -
18 περιμένω
1) await2) expect3) waitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιμένω
-
19 περιμένετε
περιμένωwait for: pres imperat act 2nd plπεριμένωwait for: pres ind act 2nd plπεριμένωwait for: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
20 περιμεινάντων
περιμένωwait for: aor part act masc /neut gen plπεριμένωwait for: aor imperat act 3rd pl
См. также в других словарях:
περιμένω — περιμένω, (περίμεινα) βλ. πίν. 178 Σημειώσεις: περιμένω : ο αόρ. περίμεινα είναι σπάνιος. Από άποψη σημασίας κυριαρχούν οι τύποι με το ενεστωτικό θέμα (μεν ), γιατί η ενέργεια που εκφράζεται (η αναμονή) συνήθως έχει κάποια διάρκεια … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιμένω — wait for pres subj act 1st sg περιμένω wait for pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμενῶ — περιμένω wait for fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… … Dictionary of Greek
περιμένω — περίμενα 1. μένω κάπου, ώσπου να γίνει κάτι. 2. ελπίζω, προσμένω, προσπαθώ: Περιμένω να έρθει το τρένο. – Περιμένω να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιμένετε — περιμένω wait for pres imperat act 2nd pl περιμένω wait for pres ind act 2nd pl περιμένω wait for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμένῃ — περιμένω wait for pres subj mp 2nd sg περιμένω wait for pres ind mp 2nd sg περιμένω wait for pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμεινάντων — περιμένω wait for aor part act masc/neut gen pl περιμένω wait for aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμενεῖ — περιμένω wait for fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) περιμένω wait for fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμενουσῶν — περιμένω wait for fut part act fem gen pl (attic epic doric) περιμένω wait for pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμενοῦντα — περιμένω wait for fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιμένω wait for fut part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)