-
1 περιδείδια
Aπεριδείδιθι Hsch.
: [tense] aor. 1 περίδεισα, Hom. (only in Il.) always in forms with 7, for περίδϝεισαϝ, περιδϝείσασα, etc. (v. infr.):— to be in great fear or dread about, c. gen., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Il. l.c., cf. 17.240: c. dat., to be in great fear for, ;Αἴαντι περιδείσαντες 23.822
;τῷ ῥα περίδεισαν 11.508
;ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσιν 17.242
; περιδείσασ' Ἀχιλῆϊ, μὴ .. 21.328 : c. inf., fear greatly to do, A.R.2.1203 : c. acc.,γαλέην περιδείδια Batr. 51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδείδια
-
2 περιδείδια
περιδείδωperf ind act 1st sg -
3 περι-δείδω
περι-δείδω (s. δείδω), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάϑωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάϑῃσιν, 17, 242, u. c. gen., οὔτι τόσον νέκυος περιδείδια, 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα ϑεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.
-
4 ΑἸΝός
ΑἸΝός, ή, όν, ep. u. Ion. = δεινός, schrecklich, dgl. Buttmann Lexil. 1, 235; Hom. oft, δηιοτῆτι Il. 7, 40, φύλοπις 4, 15, χόλος 22, 94, κότος 16, 449, μένος 17, 565, κάματος 10, 312, τρόμος 7, 215, ὀιζύς Od. 15, 342, μόρος Il. 18, 465, ἄχος 4, 169, ὄνειρος Od. 19, 568, νεκάδεσσιν Il. 5, 886; – Pind. P. 5, 61 φόβος, 1, 15 Τάρταρος, 11, 55 ὕβρις; Soph. Ai. 692 ἄχος. – Comp. αἰνότερος Hom. einmal, Od. 11, 427, superl. αἰνότατος Hom oft, αἰνότατε Κρονίδη Il. 4, 25, αἰνοτάτη 8, 423, αἰνότ. πόλεμος Od. 8, 519, λόχος 4, 441, κακόν 12, 275, στείνει ἐν αἰνοτάτῳ Il. 8, 476, αἰνοτάτην ἔριδα 14, 389. – Advb. αἰνῶς Hom. oft, αἰνῶς δείδοικα Il. 1, 555, τεῖρε Od. 4, 441, χώσατο Il. 13, 165, αἰδέομαι 6, 441, αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ' ἔχω κακά Od. 17, 24, ἴεται 2, 327, ἄνωγεν Il. 24, 198, ἄγχι γὰρ αἰνῶς Od. 22, 136, αἰνῶς διεφαίνετο 9, 379, ἔοικεν Il. 3, 158, ἐοικότες 10, 547, φιλέεσκε Od. 1, 264, τέρπομαι 4, 597, ἥσατο 9, 353; – αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 16, 255, αἴν' ὀλοφυρόμεναι 22, 447, αἰνὰ τεκοὖσα Il. 1, 414 vgl. αἰνὰ παϑοῦσα 22, 431; – αἰνότατον περιδείδια Il. 13, 52; αἰνόϑεν αἰνῶς 7, 97; – Aesch. P. 894; Her. = sehr 4, 61. 76.
-
5 δείδω
δείδω, fürchten; Wurzel δι (oder δFι? Vgl. ἔδδεισεν), Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 193. 225. 226. Praes. δείδω Hom. Iliad. 11, 470. 13, 745 u. sonst; δείδετε Simon. 56 (IX, 147); δείδομεν Dion. Hal. 6, 32; gew. perf. mit Präsensbdtg δέδοικα u. δέδια, ep. δείδοικα, δείδια, δεδίασιν Il. 24, 663; δειδιότα, δειδιότες, δειδιότων, δειδιότας Homer, δειδιότες Theocr. 22, 93, der auch ein praes. δεδοίκω hat, 15, 58; att. finden sich bes. δέδοικα, δέδιμεν, δεδίασιν, conj. δεδίω, z. B. δεδίῃ Xen. Ath. 1, 11; imprt. δέδιϑι, δέδιτε, Thuc. 4, 126; ep. δείδιϑι Il. 5, 827, Nic. Al. 443 δείδῑϑι, u. δείδιε Qu. Sm. 7, 298. 305; δείδιε als impf. Il. 18, 34. 24, 358; ἐδείδιε Qu. Sm. 10, 450 u. Nonn.; ἐδείδιον Qu. Sm. 5, 282; inf. δεδιέναι und δεδοικέναι; δεδιυῖα Eubul. B. A. 90 u. Phaed. 254 e; δειδυῖα Ap. Rh. 3, 753; ἐδέδισαν Plat. Leg III, 685 c; ἐδεδοίκεσαν; ἐδεδίεσαν, was Phryn. 180 tadelt, findet sich Thuc. 4, 55 Xen. An. 5, 6, 36 u. oft; opt. δεδιείη Plat. Phaedr. 251 a; fut. δείσομαι Aristid. 2 p. 168; δείσεται Iliad. 20, 130, δείσεσϑαι 15, 299; auch δείσω; aor. ἔδεισα, ep. ἔδδεισα; – sich fürchten, besorgen, vgl. φοβέομαι; absolut z. B. Odyss. 14, 60 ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν αἰεὶ δειδιότων, ὅτ' ἐπικρατέωσιν ἄνακτες οἱ νέοι; gew. folgt μή, Il. 22. 455; Soph. Ant. 1100; Her. 4, 97; Thuc. 2, 76 u. sonst; ὅπως μή Soph. O. R. 1074; Ar. Equ. 112; Dem. 8, 53; vgl. τὴν ϑεὸν ὅπως λάϑω, δέδοικα Eur. I. T. 995. Seltener c. inf, sich scheuen, Bedenken tragen, Il. 7, 93; Thuc. 1, 136; Eur. Ion 1564; Plat. Crat. 407 b. – Auch περὶ ἑωυτοῦ, μή –, Her. 3, 30; vgl. Plat. Prot. 320 a; Thuc. 7, 74; ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περὶ δείδια, μή τι πάϑῃσιν Il. 17, 242, var. lect. πέρι δείδια, s. Scholl., Bekker περιδείδια; Iliad. 10, 240 ἔδδεισεν δὲ περὶ ξανϑῷ Μενελάῳ; περὶ τοῖς Ἕλλησιν, μή Her. 7, 163; ἀμφί τινι, Aesch. Prom. 182, besorgt sein; ὑπέρ τινος Thuc. 1, 75; ἐκ τῶν ὕπνων, in Folge eines Traumes, Pol. 5, 52; τῷ ϑορύβῳ, durch den Lärmen erschreckt werden, Plut. Dem. 9; – c. acc., fürchten, scheuen, von Hom. an häufig; τοὺς ϑεούς, fromme Ehrfurcht haben; Odyss. 14, 389 Δία ξένιον δείσας; accus. u. accus. c. infin. neben einander Odyss. 22, 39 οὔτε ϑεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, οὔτε τιν' ἀνϑρώπων νέμεσιν κατόπισϑεν ἔσεσϑαι; mit doppeltem accusat. Iliad. 5, 827 μήτε σύ γ' Ἄρηα τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἄλλον | ἀϑανάτων· τοίη τοι ἐγὼν ἐπιτάρροϑός εἰμι; vgl. Iliad. 14, 312 Ἥρη, μήτε ϑεῶν τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἀνδρῶν | ὄψεσϑαι; vgl. Eur. Ion 1564; σημάντορας Il. 4, 431; μήτε αἰσχύνεσϑαι μήτε δεδιέναι τοὺς γονέας Plat. Rep. VIII, 562 e; vgl. Hom. Odyss. 7, 305 ἀλλ' ἐγὼ οὐκ ἔϑελον δείσας αἰσχυνόμενός τε, μή πως καὶ σοὶ ϑυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι; von αἰδέομαι unterschieden Euth. 12 b; vgl. jedoch Phaedr. 254 e; – τὸ δεδιός, Furchtsamkeit, Thuc. 1, 36.
-
6 περιδειδω
(fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. περιδείδια) сильно бояться, страшитьсяπ. τινός Hom. и τινά Batr. — бояться кого-л.;
π. τινί Hom. — бояться за кого(что)-л. -
7 κεφαλή
κεφᾰλή, ἡ,A head of man or beast, Hom. (v.infr.), Alc.15, etc.; once in A., Th. 525 (lyr.), once in S., Aj. 238 (anap.), also in E., Fr. 308 (anap.), Rh. 226 (lyr.), al.;ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κ. γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς Hdt.2.39
; κεφαλῇ.. μείζονες taller in stature, Il.3.168; so μείων.. κεφαλήν ib. 193 Aristarch.: freq. with Preps.,a κατὰ κεφαλῆς, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλῆς, down over the head,κόνιν.. χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.24
, cf. Od.8.85, etc.b κατὰ κεφαλήν, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλήν on the head,Ἐρύλαον.. βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλήν Il.16.412
, cf. 20.387, 475: in Prose, from above, X.HG7.2.8: c.gen., above, κ. κ. τινῶν γενέσθαι ib.7.2.11; τὸ κ. κ. ὕδωρ, of rain water, Thphr. HP4.10.7 (-ὴν codd.), CP6.18.10 (-ῆς): in Archit., upright, IG22.463.42; also, per head, each person (cf. infr. 1.2), Arist.Pol. 1272a14, LXX Ex.16.16;κατὰ κεφαλὴν τῶν κωμητῶν PPetr.2p.17
(iii B. C.).c ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.23.169;τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κ. σοι πάντ' ἐρῶ Ar.Pl. 650
.d ἐπὶ κεφαλήν head foremost, ἐπὶ κ. κατορύξαι to bury head downwards, Hdt.3.35; ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι to be thrust headlong, Id.7.136, cf. Hyp.Fr. 251;ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Pl.R. 553b
;ἐπὶ τὴν κ. εἰς κόρακας ὦσον Men.Sam. 138
;εὐθὺς ἐπὶ κ. εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν D.42.12
; οὐ βουλόμενος πολίτας ἄνδρας ἐπὶ κ. εἰσπράττειν τὸν μισθόν recklessly, Hyp.Lyc.17; ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν carry on high, in token of admiration, Pl. R. 600d.2 as the noblest part, periphr. for the whole person,πολλὰς ἰφθίμους κ. Il.11.55
, cf. Od.1.343, etc.; ἶσον ἐμῇ κ. no less than my self, Il.18.82;ἑᾷ κ. Pi.O.7.67
; esp. in salutation,φίλη κ. Il.8.281
, cf. 18.114;ἠθείη κ. 23.94
;Ἄπολλον, ὦ δία κ. E.Rh. 226
(lyr.): in Prose,Φαῖδρε, φίλη κ. Pl.Phdr. 264a
;τῆς θείας κ. Jul.Or. 7.212a
: in bad sense,ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.3.29
;ὦ μιαρὰ κ. Ar.Ach. 285
: periphr. in Prose, : in bad sense,ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. D.21.117
, cf. 18.153;ἡ κ. τῶν αὐτοῦ PRein.57.8
(iv A.D.); μεγάλη κ. a great personage, Vett. Val.74.7; cf. supr. 1 b fin.3 life,ἐμῇ κ. περιδείδια Il.17.242
;σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι 4.162
; παρθέμενοι κεφαλάς staking their heads on the cast, Od.2.237; τὴν κ.ἀποβαλέεις Hdt.8.65
.4 in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833;ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται Id.Nu.40
;ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. D.18.290
; ἐς κ. σοί (sc. τράποιτο) Ar. Pax 1063, Pl. 526;σοὶ εἰς κ. Pl.Euthd. 283e
;τὰ μὲν πρότερον.. ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155
;οἷς ἂν.. τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν D.18.294
;τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κ. ὑμῶν Act.Ap. 18.6
.II of things, extremity,a in Botany, κ. σκορόδου head ( = inflorescence) of garlic, Ar.Pl. 718, cf. Plb.12.6.4;κ. μήκωνος Thphr.HP9.8.2
; ῥίζα κ. ἔχουσα πλείονας tubers, Dsc.3.120.b in Anatomy, κεφαλαὶ τῆς κάτω γνάθου, prob. the condyloid and coronoid processes, Hp.Art.30; ἡ κ. τοῦ ὄρχεως, = ἐπιδιδυμίς, Arist.HA 510a14, cf. Gal.4.565; μηροῦ, κνήμης κ., Poll.2.186, 188; of the base of the heart, Gal.UP6.16; but, apex, Hp.Cord.7; of the sac in poulps, Arist.PA 654a23, 685a5; of muscles, origin, Gal.UP7.14.c generally, top, brim of a vessel, Theoc.8.87; coping of a wall, X.Cyr.3.3.68; capital of a column, CIG2782.31 ([place name] Aphrodisias), LXX 3 Ki.7.16, Poll.7.121.d in pl., source of a river, Hdt.4.91 (butsg., mouth,οἶδα Γέλα ποταμοῦ κεφαλῇ ἐπικείμενον ἄστυ Call.Aet.Oxy.2080.48
): generally, source, origin, Ζεὺς κ. (v.l. ἀρχή) , Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἒκ πάντα τελεῖται τέτυκται codd.) Orph.Fr. 21a; starting-point,κ. χρόνου Placit. 2.32.2
( κρόνου codd.), Lyd.Mens.3.4; κ. μηνός ib.12.IV κ. περίθετος wig, head-dress, Ar.Th. 258.V metaph., κ. δείπνου pièce de résistance, Alex. 172.15.2 crown, completion,κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Pl.Ti. 69b
;ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Id.Phlb. 66d
, cf. Grg. 505d;ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη Arist.EN 1141a19
; consummation,σχεῖν κ. Pl.Ti. 39d
.3 sum, total,πάσας ἐρρηγείας Tab.Heracl.1.36
; of money, IG12(9).7 (Carystus, iv B. C.), SIG245ii 36 (Delph., iv B. C.). -
8 περιδίω
περιδίω [ῖ],A = περιδείδια, to be in great fear for, c. dat., used by Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] impf. and always in tmesi,περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Il.9.433
, 11.557 : folld. by relat. clause,περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι 5.566
: without dat.,περὶ γὰρ δίε, μή μιν Ἀχαιοὶ.. ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν 17.666
, cf. Od.22.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδίω
-
9 περιδείδω
περι - δείδω, aor. περίδϝεισα, part. περιδϝείσᾶς, perf. περιδείδια: fear for, be afraid for; τινός, also τινί, and w. μή, Il. 17.240, 2, Il. 15.123.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περιδείδω
См. также в других словарях:
περιδείδια — περιδείδω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)