-
1 δέδια
-
2 δεδια
-
3 δέδια
-
4 δέδια
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέδια
-
5 δέδια
δείδωperf ind act 1st sg -
6 δεδιακονημένων
δεδιᾱκονημένων, διακονέωminister: perf part mp fem gen plδεδιᾱκονημένων, διακονέωminister: perf part mp masc /neut gen pl -
7 δεδιακόνηκε
δεδιᾱκόνηκε, διακονέωminister: perf imperat act 2nd sgδεδιᾱκόνηκε, διακονέωminister: perf ind act 3rd sg -
8 δεδιακόνηκεν
δεδιᾱκόνηκεν, διακονέωminister: perf ind act 3rd sgδεδιᾱκόνηκεν, διακονέωminister: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
9 δεδιακονημένου
δεδιᾱκονημένου, διακονέωminister: perf part mp masc /neut gen sg -
10 δεδιακονήσεται
δεδιᾱκονήσεται, διακονέωminister: futperf ind mp 3rd sg -
11 δεδιακόνηκα
δεδιᾱκόνηκα, διακονέωminister: perf ind act 1st sg -
12 δεδιακόνηται
δεδιᾱκόνηται, διακονέωminister: perf ind mp 3rd sg -
13 δεδίασι
δεδίᾱσι, δείδωperf ind act 3rd pl -
14 δεδίασιν
δεδίᾱσιν, δείδωperf ind act 3rd pl -
15 δέδι'
δέδια, δείδωperf ind act 1st sgδέδιε, δείδωperf imperat act 2nd sgδέδιε, δείδωperf ind act 3rd sg -
16 δεδίσκομαι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεδίσκομαι
-
17 δεδίττομαι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεδίττομαι
-
18 δειδια
-
19 ΔΊω
ΔΊω, nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσϑαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v. l. δίες Iliad. 22, 251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχϑην; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 18, 584. 23, 475 Apollon. Lexic. p. 59, 7; Lehrs Aristarch. p. 59. 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Iliad. 9, 433. 11, 557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν; 5, 566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάϑοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο; Odyss. 22, 96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν – ἐλάσειεν; Iliad. 17, 666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen: Iliad. 12, 276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους προτὶ ἄστυ δίεσϑαι; Odyss. 17, 398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 20, 343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 21, 370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι; Iliad. 22, 456 δείδω μὴ δή μοι ϑρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται; 7, 197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται; 16, 246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται; 18, 162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴϑωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσϑαι; 17, 110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταϑμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ; Odyss. 17, 317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαϑείης βένϑεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δί. οιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Iliad. 23, 475; Iliad. 22, 189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων ϑέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ; 15, 681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καϑ' ὁδόν· πολέες τέ ἑ ϑηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰ. εὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Iliad. 12, 304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσϑαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« »sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασϑαι, δίομαι δ' ἀντία φάσϑαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357. 385 διόμεναι, Suppl 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.
-
20 μετα-νοέω
μετα-νοέω, seinen Sinn ändern, eigtl. umdenken; μετανοήσας εἶπον, Plat. Euthyd. 279 c; ήναγκαζόμεϑα μετανοεῖν, Xen. Cyr. 1, 1, 3; Sp., δέδια, μὴ ὕστερον μετανοήσητε, Luc. D. Mort. 10, 1; c. partic., am. 36; bereuen, bes. im N. T., wo es auch mit ἀπό, ἔκ τινος verbunden wird; – nachher überdenken, im Ggstz von προνοεῖν, Epicharm. bei Stob. fl. 1, 14.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δέδια — δείδω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακονημένων — δεδιᾱκονημένων , διακονέω minister perf part mp fem gen pl δεδιᾱκονημένων , διακονέω minister perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακόνηκε — δεδιᾱκόνηκε , διακονέω minister perf imperat act 2nd sg δεδιᾱκόνηκε , διακονέω minister perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακόνηκεν — δεδιᾱκόνηκεν , διακονέω minister perf ind act 3rd sg δεδιᾱκόνηκεν , διακονέω minister plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακονημένου — δεδιᾱκονημένου , διακονέω minister perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακονῆσθαι — δεδιᾱκονῆσθαι , διακονέω minister perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακονήσεται — δεδιᾱκονήσεται , διακονέω minister futperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακόνηκα — δεδιᾱκόνηκα , διακονέω minister perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιακόνηται — δεδιᾱκόνηται , διακονέω minister perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδίασι — δεδίᾱσι , δείδω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδίασιν — δεδίᾱσιν , δείδω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)