-
1 опытный
опытный 1) (знающий) έμπειρος, πεπειραμένος 2) (экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός* * *1) ( знающий) έμπειρος, πεπειραμένος2) ( экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός -
2 бывалый
бывалыйприл πεπειραμένος, ἔμκειροτ κοσμογυρισμένος:он человек \бывалый ἕνας πεπειραμένος ἄνθρωπος. -
3 опытный
опыт||ныйприл1. (о человеке) Εμπειρος, πεπειραμένος:\опытныйный врач ὁ πεπειραμένος γιατρός·2. (служащий для производства опытов) πειραματικός:\опытныйная установка ἡ πειραματική ἐγκατάστασις, ἡ πειραματική συσκευή· \опытныйная лаборатория τό πειραματικό ἐργαστήριο· \опытныйное по́ле τό πειραματικό χωράφι. -
4 искушённый
-
5 опытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. πεπειραμένος, έμπειρος•опытный учитель πεπειραμένος δάσκαλος.
2. πειραματικός•опытный участок ο πειραματικός κήπος.
|| δοκιμαστικός•опытный полт δοκιμαστική πτήση.
-
6 опытный
1. (имеющий практику в каком-л. деле) πεπειραμένος 2 (обладающий опытом, знаниями, навыками) έμπειρος 3. (предназначенный для ведения опытов) πειραματικός, δοκιμαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опытный
-
7 для
дляпредлог с род. п. γιά, διά / χάριν (тк. ради):книга для детей βιβλίο γιά τά παιδιά· (приготовить) для праздника (ετοιμάζω) γιά (διά) τήν ἐορτή· говорю для твоей же пользы τό λέγω για καλό σου· все для победы ὅλα "ἴίιή νίκη· пригодный для хранения -Αληλος γιά φύλαξη· опытен для сми́х лет πεπειραμένος γιά τήν ἡλικία Μ'для того, чтобы γιά νά, ίνα, διάνά· Φ че для чего разг δέν ὑπάρχει λόγος и, -
8 искушенный
искуш||енный1. прич. от искушать·2. прил πεπειραμένος, Εμπειρος. -
9 матерый
матерыйприл разг1. τρανός, μεγάλος:\матерый волк τρανός λύκος· \матерый дуб μεγάλη βαλανιδιά·2. (опытный) πεπειραμένος, ἔμπειρος·3. (отъявленный) βαμμένος, ἀσπονδος:\матерый враг ἄσπονδος ἐχθρός. -
10 осведомленный
осведом||ленный1. прич. от осведомить·2. прил (знающий) ἐμπειρος, ἐΐ-δήμων, πεπειραμένος. -
11 умудренный
умудренныйприл πεπειραμένος:\умудренный опытом ἔμπειρος, διδαγμένος ἀπ ' τήν πείρα. -
12 бывалый
[μπυβάλυϊ] επ. πεπειραμένος -
13 опытный
[όπυτνυϊ] εκ. έμπειρος, πεπειραμένος -
14 умудренный
[ουμουντριόννυΐ] επ. πεπειραμένος -
15 бывалый
[μπυβάλυϊ] επ πεπειραμένος -
16 опытный
[όπυτνυϊ] επ έμπειρος, πεπειραμένος -
17 умудренный
[ουμουντριόννυϊ] επ πεπειραμένος -
18 бывалый
επ.1. παλ. πρότερος, πρωτύτερος, ο πριν, ο προηγούμενος•-ая жизнь η ζωή που ήταν πριν.
|| συνηθισμένος, συνήθης•это дело -ое τέτοιο πράγμα συνέβαινε, ήταν συνηθισμένο.
2. κοσμογυρισμένος• πολύξερος, πολύπειρος, πεπειραμένος. -
19 ветеран
-а α.παλαίμαχος, παλαιός πολεμιστής, αγωνιστής, βετεράνος. || πεπειραμένος, έμπειρος. -
20 волк
-а, γεν. πλθ. -ов λύκος.εκφρ.морской волк – θαλασσόλυκος (πεπειραμένος)•волк в овечьей шкуре – λύκος ντυμένος με προβιά (υποκριτής με πολύ κακιές διαθέσεις)•- ом смотрит – σαν το λύκο κοιτάζει (εχθρικά, αρπαχτικά)•хоть -ом вой – όσο θέλεις ούρλιαξε’ (τίποτε δεν μπορείς να κάνεις, να γλυτώσεις).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεπειραμένος — η, ο βλ. πειρῶμαι … Dictionary of Greek
πεπειραμένος — πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (attic) πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] … Dictionary of Greek
ίδρις — ἴδρις, ι (Α) 1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.) 2. ως ουσ. α) ο προνοητικός β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< *Fιδ ρις) αποτελεί παρ. τού ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα … Dictionary of Greek
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
εμπείριος — ἐμπείριος, ον (Μ) έμπειρος, πεπειραμένος … Dictionary of Greek
εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
εμπειρόμαχος — η, ο (Μ ἐμπειρόμαχος, ον) έμπειρος, πεπειραμένος στα πολεμικά … Dictionary of Greek
εμπειρόπλους — ἐμπειρόπλους, ουν (Μ) πεπειραμένος στα ναυτικά … Dictionary of Greek