-
1 πειραω
(impf. ἐπείρων, fut. πειράσω с ᾱ - эп. πειρήσω, aor. ἐπείρᾱσα - эп. ἐπείρησα, pf. πεπείρᾱκα; med.: ион. praes. πειρέομαι, impf. ἐπειρώμην - эп. πειρώμην, fut. πειράσομαι - эп. πειρήσομαι, дор. πειρᾱσοῦμαι, aor. ἐπειρασάμην - эп. ἐπειρησάμην и πειρησάμην; pass.: fut. πειραθήσομαι, aor. ἐπειράθην - эп. ἐπειρήθην, pf. πεπείρᾱμαι - эп. πεπείρημαι; adj. verb. πειρᾱτέος)(преимущ. med.)
1) делать попытку, пытаться(π. ἐκβαλεῖν τινα Soph.; μήτε τις πειράτω Hom.)
πεπεισμένος πειρῶμαι καὴ τοὺς ἄλλους πείθειν Plat. — убедившись сам, я пытаюсь убедить и других;ὅστις ζῆν ἐπιθυμεῖ, πειράσθω νικᾶν Xen. — кто хочет жить, пусть попытается победить2) подвергать испытанию, испытывать, пробоватьὣς ἄρ΄ ἔφη, πόσιος πειρωμένη Hom. — так сказала (Пенелопа), чтобы испытать мужа;
π. τινα ἐπί τινα Plut. — испытывать чьё-л. отношение к кому-л.;πειράσαντες ἀλλήλων Thuc. — прощупывая (боем) друг друга;ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων Her. — (персы и мидяне) померились своими силами;ἐπειρήσαντο πόδεσσιν Hom. — они испытали себя в беге;πειρᾶσθαι χειρῶν καὴ σθένεος Hom. — испытать силу своих рук;ἀέθλου πειρᾶσθαι Hom. — попытать счастья в состязании;π. πάντα Plut. — испробовать все средства;πειρηθῆναι ἐν ἔντεσι Hom. — примерять на себе доспехи;οὐ δέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν Hom. — я еще не опытен в разумных речах;πειρώμεθα, εἰ ἄρα τι λέγεις Plat. — посмотрим, говоришь ли ты дело3) пытаться захватить(χωρίου Thuc.; τῆς πόλιος Her.)
ἔργῳ πειρᾶσθαι τοῦ τείχους Thuc. — пытаться штурмовать стену4) соблазнять, совращать(γυναῖκα Arph.; τέν παιδίσκην Lys.; πειραθεὴς ὑπό τινος Thuc.)
5) изведать, узнавать (по опыту), убеждаться(ἕκαστα Hom.)
ὁϊστοί, τῶν τάχ΄ ἔμελλον πειρήσεσθαι Hom. — стрелы, (силу) которых им предстояло вскоре изведать на себе;πεπειραμένος οἶδα Xen. — я знаю по опыту;πειρώμενος ἀνδρὸς ἀγαθοῦ Plut. — убедившись, что это человек порядочный
См. также в других словарях:
πεπειραμένος — η, ο βλ. πειρῶμαι … Dictionary of Greek
πεπειραμένος — πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (attic) πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] … Dictionary of Greek
ίδρις — ἴδρις, ι (Α) 1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.) 2. ως ουσ. α) ο προνοητικός β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< *Fιδ ρις) αποτελεί παρ. τού ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα … Dictionary of Greek
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
εμπείριος — ἐμπείριος, ον (Μ) έμπειρος, πεπειραμένος … Dictionary of Greek
εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
εμπειρόμαχος — η, ο (Μ ἐμπειρόμαχος, ον) έμπειρος, πεπειραμένος στα πολεμικά … Dictionary of Greek
εμπειρόπλους — ἐμπειρόπλους, ουν (Μ) πεπειραμένος στα ναυτικά … Dictionary of Greek