Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πείθοντες

См. также в других словарях:

  • πείθοντες — πείθω persuade pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • покарѧти — ПОКАРѦ|ТИ (18), Ю, ѤТЬ гл. 1.Покорять, подчинять: ч(с)та˫а ц(с)рице д҃во б҃це врагы покарѧющи поборницю тѧ имѹще веселимъсѧ. СбЯр XIII2, 70 об.; ти тако славить б҃ъ славѧща˫а ѥго тако ѹстра(ѧ)ѥть б҃ъ. и звьри имъ покарѧѥть. Пр 1383, 5г;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευγνωμονώ — (ΑΜ εὐγνωμονῶ, έω) [ευγνώμων] νεοελλ. μσν. αναγνωρίζω χάρη ή ευεργεσία που έγινε σε μένα («θα σέ ευγνωμονώ πάντα γι αυτή την εξυπηρέτηση») αρχ. 1. επιδεικνύω διαλλακτική διάθεση, φέρομαι με επιείκεια («τοὺς ἀδικοῡντας πείθοντες εὐγνωμονεῑν»,… …   Dictionary of Greek

  • κατάδεσμος — ο (Α κατάδεσμος) [καταδέω (Ι)] 1. γερό δέσιμο που δύσκολα λύνεται 2. μαγική πράξη που κατά τη λαϊκή παράδοση προξενεί εμπόδιο ή βλάβη σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»