-
1 πατριώτης
πατριώτης, ὁ, der aus dem nämlichen Lande ist, Landsmann, auch der in demselben Lande wohnt; ursprünglich aber ward das Wort nur von Sclaven und von Thieren gebraucht, z. B. ἵπποι πατριῶται, Xen. Cyr. 2, 2, 26; vgl. Ath. XI, 487 c; D. C. 40, 9; u. übertr. von leblosen Dingen, wie Soph. O. R. 1091 den Berg Kithäron den πατριώτης des Oedipus nennt; nach Poll. 3, 54 ist es bei den Barbaren = Mitbürger, dem πολίτης der freien Griechen entsprechend, vgl. Luc. soloec. 5 u. B. A. 113, wo es aus Alexis angeführt wird, u. Pherecr. bei Schol. Ar. Av. 1296; so auch Plat. μήτε πατριώτας ἀλλήλοις εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν, Legg. VI, 777 d, u. so bei Sp.; Plut. Symp. 4, 6, 1 nennt den Dionysus seinen πατριώτης ϑεός; u. bei Iambl. v. Pyth. 52 sind πατριῶται wirklich Mitbürger.
-
2 πατριώτης
πατριώτης, ὁ, der aus dem nämlichen Lande ist, Landsmann, auch der in demselben Lande wohnt; ursprünglich aber ward das Wort nur von Sklaven und von Tieren gebraucht; übertr. von leblosen Dingen, wie Soph. den Berg Kithäron den πατριώτης des Oedipus nennt; bei den Barbaren = Mitbürger, dem πολίτης der freien Griechen entsprechend; Mitbürger -
3 πατριωτης
I(ἵπποι Xen.)
II- ου ὅ соотечественник, земляк(πατριώτας ἀλλήλων εῖναι Plat.)
Κιθαιρὼν π. Οἰδίπου Soph. — родной Эдипу Киферон -
4 πατριώτης
πατριώτηςfellow-countryman: masc nom sg -
5 πατριώτης
ο, πατριώτισσα и πατριώτις (-ιδος) η1) патриот, -ка, гражданин, -анка; 2) земля|к, -чка, соотечественник, -ца;§ γεια σου, πατριώτη — привет, земляк, здравствуй, товарищ! (обращение обычно к незнакомому лицу)
-
6 πατριώτης
[патриотис] ουσ. а. патриот.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πατριώτης
-
7 πατριώτης
[патриотис] ουσ α патриот. -
8 πατριώτης
A : ([etym.] πάτριος):— fellow-countryman: prop. of barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις, Poll. 3.54, Hsch., Phot.: henceμήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν Pl.Lg. 777c
; τοῖσι Λυκούργου π., Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326 ; also ἵπποι π., = ἐγχώριοι, X.Cyr.2.2.26 : metaph., of Mt. Cithaeron,π. Οἰδίπου S.OT 1091
(lyr.); π. θεός, of Dionysus, Plu.2.671c ; π. ἐστί μοι.—Ans.ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.Sol.5
; cf. πατριῶτις.II later, = πολίτης, Iamb. VP5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατριώτης
-
9 πατριώτης
patriote -
10 πατριώτης
patriota (m) rzecz. -
11 πατριώτης
vlastenec -
12 πατριώτης
patriotΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πατριώτης
-
13 συμ-πατριώτης
συμ-πατριώτης, ὁ, Mitlandsmann, nicht attisch nach Luc. Soloec. 5; Poll. 3, 54; Tzetz.
-
14 patriyot
πατριώτης -
15 patriote
πατριώτης -
16 vlastenec
πατριώτης -
17 patriot
πατριώτης -
18 patriota
πατριώτης -
19 πατριώταις
πατριώτηςfellow-countryman: masc dat pl -
20 πατριώτην
πατριώτηςfellow-countryman: masc acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
πατριώτης — fellow countryman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… … Dictionary of Greek
πατριώτης — ο θηλ. πατριώτισσα ουδ. πατριωτάκι 1. αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. 2. αυτός που αγαπά την πατρίδα του: Είναι καλός πατριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατριῶτα — πατριώτης fellow countryman masc voc sg πατριώτης fellow countryman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραμυθιώτης, Λάμπρος — Πατριώτης. Καταγόταν από την Παραμυθιά και έζησε τον 17 αι. Yπό τις διαταγές του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλόσοφου, εργάστηκε για την oργάνωση του επαναστατικού κινήματος της Παραμυθιάς (1612). Μετά την αποτυχία του κινήματος, πιάστηκε αιχμάλωτος… … Dictionary of Greek
Πικροσύρης, Νικόλαος — Πατριώτης από την Κρήτη. Έδρασε το 14o αι. ως υπαρχηγός της επανάστασης του νησιού του κατά των Βενετών (1332). Αιχμαλωτίστηκε το 1333 και απαγχονίστηκε έπειτα από φριχτά βασανιστήρια. Μετά την καταστολή της επανάστασης οι Βενετοί ξεθεμέλιωσαν,… … Dictionary of Greek
Σκυλίτσης, Ομηρίδης Πέτρος — Πατριώτης, ο οποίος καταγόταν από τη Σμύρνη (1784 1872). Το 1822 στάλθηκε από την Κεντρική Διοίκηση στους Αρμένους της Κρήτης για να οργανώσει τον εκεί επαναστατικό αγώνα. Αφού πρωτοστάτησε στην εκπόνηση του «οργανικού νόμου» του νησιού, γύρισε… … Dictionary of Greek
πατριωτῶν — πατριώτης fellow countryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριῶται — πατριώτης fellow countryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώταις — πατριώτης fellow countryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτην — πατριώτης fellow countryman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)