-
1 παστώνω
[пастоно] р. солить, засаливать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παστώνω
-
2 засолить
τοποθετώ σε άλμη, κάνω τουρσί, παστώνω- рыбу παστώνω τα ψάρια (πλ.).засолка 1. см. засол2. (шкур) το αλάτισμα τομαριών (των ζώων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засолить
-
3 солить
-
4 солить
солитьнесов1. (приправлять солью) ἀλατίζω, ἀλμεύω:\солить суп ἀλατίζω τήν σούπα·2. (готовить впрок) παστώνω:\солить рыбу παστώνω τό ψάρι. -
5 засолить
-олю, -олишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засоленный, βρ: -лен, -а, -оρ1.σ.μ. αλατίζω, παστώνω•засолить огурцы αλατίζω αγγουράκια•
засолить рыбы παστώνω ψάρια.
αρμυρίζω, γίνομαι αρμυρός. -
6 солить
солю, солишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.1. μ. αλατίζω, ρίχνω αλάτι•солить суп αλατίζω τη σούπα.
2. παστώνω•солить рыбу παστώνω τα ψάρια.
3. μτφ. βάζω σε μπελιάδες, σκοτούρες, ανοίγω δου-λιές, προξενώ δυσάρεστα.1. αλατίζομαι.2. παστώνομαι. -
7 засаливать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засаливать
-
8 пересолить
1. (рыбу) παστώνω (όλα ή πολλά) 2. (овощи) κάνω τουρσί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересолить
-
9 засаливать
засаливать Iнесов λιγδιάζω, λερώνω, λαδώνω.засаливать IIнесов (солить) ἀλατίζω, βάζω στήν σαλαμούρα/ παστώνω (рыбу). -
10 насолить
насолитьсов1. (заготовить) παστώνω, βάζω τουρσί·2. (пось'тать солью) ἀλατίζω·3. перен (кому-л.) разг βάζω κάποιον σέ μπελάδες. -
11 усолить
См. также в других словарях:
παστώνω — παστώνω, πάστωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παστώνω — 1. [παστός (ΙΙ] τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό 2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» δέρνω ανηλεώς … Dictionary of Greek
παστώνω — πάστωσα, παστώθηκα, παστωμένος, βάζω κάτι στο αλάτι, ταριχεύω: Το χοιρινό λίπος το παστώνουν οι χωρικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάστωμα — το [παστώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παστώνω, η διατήρηση στο αλάτι ή στην άλμη … Dictionary of Greek
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek
προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… … Dictionary of Greek
σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι … Dictionary of Greek
ταριχοποιώ — έω, Α (σχετικά με ψάρια) αλατίζω, παστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek
pastramă — PASTRÁMĂ, păstrămuri, s.f. Carne (de oaie, de capră, de porc, de gâscă etc.) sărată, afumată, uscată şi (puternic) condimentată, care serveşte ca aliment. ♢ expr. (fam.) A ţine (pe cineva) la pastramă = a ţine (pe cineva) închis un timp… … Dicționar Român
păstra — PĂSTRÁ, păstrez, vb. I. tranz. 1. A ţine la loc sigur, păzind cu grijă, a pune bine; a ţine în bună stare, a avea grijă, a pune bine; a ţine în bună stare, a avea grijă de...; a ţine în posesiunea sa. ♦ spec. A conserva alimentele în bună stare,… … Dicționar Român