Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παστώνω

См. также в других словарях:

  • παστώνω — παστώνω, πάστωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παστώνω — 1. [παστός (ΙΙ] τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό 2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» δέρνω ανηλεώς …   Dictionary of Greek

  • παστώνω — πάστωσα, παστώθηκα, παστωμένος, βάζω κάτι στο αλάτι, ταριχεύω: Το χοιρινό λίπος το παστώνουν οι χωρικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάστωμα — το [παστώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παστώνω, η διατήρηση στο αλάτι ή στην άλμη …   Dictionary of Greek

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… …   Dictionary of Greek

  • προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …   Dictionary of Greek

  • σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • ταριχοποιώ — έω, Α (σχετικά με ψάρια) αλατίζω, παστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ποιῶ (< ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • pastramă — PASTRÁMĂ, păstrămuri, s.f. Carne (de oaie, de capră, de porc, de gâscă etc.) sărată, afumată, uscată şi (puternic) condimentată, care serveşte ca aliment. ♢ expr. (fam.) A ţine (pe cineva) la pastramă = a ţine (pe cineva) închis un timp… …   Dicționar Român

  • păstra — PĂSTRÁ, păstrez, vb. I. tranz. 1. A ţine la loc sigur, păzind cu grijă, a pune bine; a ţine în bună stare, a avea grijă, a pune bine; a ţine în bună stare, a avea grijă de...; a ţine în posesiunea sa. ♦ spec. A conserva alimentele în bună stare,… …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»