-
1 αλατίζω
[алатиэо] р. солить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλατίζω
-
2 насолить
-олю, -олишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насоленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αλατίζω• αλατίζω πολύ•насолить суп αλατίζω τη σούπα.
2. βάζω τουρσί•насолить кадку огурцов αλατίζω ένα καδί αγγουράκια.
3. μτφ. δυσαρεστώ, πικραίνω, κακοκαρδίζω. -
3 солить
-
4 солить
солитьнесов1. (приправлять солью) ἀλατίζω, ἀλμεύω:\солить суп ἀλατίζω τήν σούπα·2. (готовить впрок) παστώνω:\солить рыбу παστώνω τό ψάρι. -
5 засолить
-олю, -олишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засоленный, βρ: -лен, -а, -оρ1.σ.μ. αλατίζω, παστώνω•засолить огурцы αλατίζω αγγουράκια•
засолить рыбы παστώνω ψάρια.
αρμυρίζω, γίνομαι αρμυρός. -
6 наквасить
-вашу, -васишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наквашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. αλατίζω, κάνω τουρσί•наквасить бочку капусты ни зиму αλατίζω ένα βαρέλι κραμβολάχανο για το χειμώνα1.
-
7 подсолить
ρ.σ.μ.1. αλατίζω λίγο ή ακόμα λίγο.2. αλατίζω συμπληρωματικά.αλατίζομαι λίγο ή ακόμα λίγο, συμπληρωματικά. -
8 просолить
-
9 солить
солю, солишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.1. μ. αλατίζω, ρίχνω αλάτι•солить суп αλατίζω τη σούπα.
2. παστώνω•солить рыбу παστώνω τα ψάρια.
3. μτφ. βάζω σε μπελιάδες, σκοτούρες, ανοίγω δου-λιές, προξενώ δυσάρεστα.1. αλατίζομαι.2. παστώνομαι. -
10 засаливать
засаливать Iнесов λιγδιάζω, λερώνω, λαδώνω.засаливать IIнесов (солить) ἀλατίζω, βάζω στήν σαλαμούρα/ παστώνω (рыбу). -
11 насолить
насолитьсов1. (заготовить) παστώνω, βάζω τουρσί·2. (пось'тать солью) ἀλατίζω·3. перен (кому-л.) разг βάζω κάποιον σέ μπελάδες. -
12 подсаливать
подсаливатьнесов ἀλατίζω λίγο, βάζω ἀκόμα λίγο ἀλάτι. -
13 соль
сол||ь I ж прям., перен τό ἄλας, τό ἀλάτι:поваренная \соль τό μαγειρικό ἀλατι· каменная \соль τό ὀρυκτόν ἄλας· морская \соль τό θαλασσινό ἀλάτι· английская \соль фарм. τό ἀγγλικόν ἄλας· превращать в \соль ἀλατοποιω, μετατρέπω σέ ἄλας· посыпать \солью βάζω ἀλάτι, ἀλατίζω· ◊ \соль земли́ τό ἄλας τής γής.соль IIс нескл. муз. σόλ:\сольдиез σόλ δίεσις. -
14 насолить
[νασαλίτ'] ρ. βάζω τουρσί, αλατίζω, (μεταφ.) βάζω κάποιον σε μπελάδες -
15 солить
[σαλίτ'] ρ. αλατίζω -
16 насолить
[νασαλίτ'] ρ βάζω τουρσί, αλατίζω, (μεταφ) βάζω κάποιον σε μπελάδες -
17 солить
[σαλίτ'] ρ αλατίζω -
18 досолить
-олю, -олишьρ.σ.μ.τελειώνω το αλάτισμα•досолить огурцы τελειώνω το αλάτισμα των αγγουριών.
|| αλατίζω συμπληρωματικά.αλατίζομαι καλά. -
19 недосолить
-солю, -солишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недосоленный, βρ: -лен, -а, -о κ. недосоленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. αλατίζω λίγο, ανεπαρκώς. -
20 обсолить
-олю, -олишь,. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсоленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. αλατίζω από παντού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλατίζω — αλατίζω, αλάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek
αλατίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ρίχνω στα φαγώσιμα ή σε άλλα πράγματα το αναγκαίο αλάτι: Μην ξεχάσεις να αλατίσεις τα ψάρια. 2. κάνω ευχάριστη την ομιλία μου: Είπε πράγματα γνωστικά κι αλατισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλατίζεσθαι — ἁλατίζω sprinkle with salt pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλατίζονται — ἁλατίζω sprinkle with salt pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλατίσωσιν — ἁλατίζω sprinkle with salt aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλάτιζε — ἁ̱λάτιζε , ἁλατίζω sprinkle with salt imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁλατίζω sprinkle with salt pres imperat act 2nd sg ἁλατίζω sprinkle with salt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
αλάτισμα — το [αλατίζω] 1. η άρτυση τού φαγητού με αλάτι 2. ταρίχευση, πάστωμα 3. έξυπνος λόγος, ευφυολογία … Dictionary of Greek
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek