Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρουσιάζομαι

  • 61 появиться

    -явлюсь, -явишься ρ.σ.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι φανερώνομαι•

    в городе -лась холера στην πόλη εμφανίστηκε χολέρα•

    -лся незнакомец εμφανίστηκε ένας άγνωστος.

    || βγαίνω, δημοσιεύομαι.
    2. προβάλλω, ξεπροβάλλω, αναφαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > появиться

  • 62 представить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•

    представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•

    представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.

    2. συσταίνω, γνωρίζω
    3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.
    4. φαντάζομαι•

    -авь себе (για) φαντάσου•

    -авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).

    5. προύποθέτω•

    это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.

    1. παρουσιάζομαι•

    имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.

    2. φαίνομαι.
    3. αναφαίνομαι.
    4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.
    5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.
    6. προσποιούμαι•

    больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > представить

  • 63 представлять

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. представить.
    2. είμαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι.
    3. αντιπροσωπεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > представлять

  • 64 предъявлять

    ρ.δ.
    βλ. предъявить.
    επιδείχνομαι, παρουσιάζομαι προσκομίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > предъявлять

  • 65 преподносить

    ρ.δ.
    βλ. преподнести.
    1. προσφέρομαι, δίνομαι.
    2. παρουσιάζομαι, παρασταίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > преподносить

  • 66 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 67 прикинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω επί πλέον, συμπληρωματικά, ακόμα•

    прикинуть дров в печку ρίχνω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα.

    || ρίχνω επάνω (στο σώμα) ένδυμα. || προσθέτω, αυζαίνω.
    2. (για βάρος, μάκρος κ.τ.τ.) υπολογίζω, καθορίζω περίπου•

    прикинуть товар на руке υπολογίζω το βάρος του εμπορεύματος με το χέρι1 —на глаз υπολογίζω (εκτιμώ) με το μάτι•

    прикинуть в уме υπολογίζω με το νου.

    1. προσποιούμαι•

    прикинуть больным κάνω τον άρρωστο.

    2. (για ασθένεια)• παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόσμενα.

    Большой русско-греческий словарь > прикинуть

  • 68 прилучить

    -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прилученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    (διαλκ.) προσελκύω, τραβώ, θέλγω, γοητεύω.
    1. συμβαίνω, γίνομαι,
    2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία.

    Большой русско-греческий словарь > прилучить

  • 69 припасть

    ρ.σ.
    1. σφίγγομαι, κολλώ•

    собака -ла к земле το σκυλί ράφτηκε στο χώμα.

    || χαμηλώνω• γέρνω κάθομαι πέφτω•

    припасть на колено κάθομαι (στηρίζομαι) στο γόνα.

    2. παλ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι με ένταση.

    Большой русско-греческий словарь > припасть

  • 70 проявить

    -влю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (επι)δείχνω• εκδηλώνω, φανερώνω•

    проявить храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία•

    проявить героизм δείχνω ηρωισμό•

    проявить желание εκδηλώνω επιθυμία.

    2. (φωτογρ.) εμφανίζω.
    εκφρ.
    проявить себя – δείχνω τον εαυτό μου, φανερώνομαι.
    1. (επι)δείχνομαι, εκδηλώνομαι• φανερώνομαι.
    2. φωτογρ.) εμφανίζομαι.
    3. παλ. παρουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проявить

См. также в других словарях:

  • παρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, συνιστώμαι από κάποιον σε άλλον ή άλλους και ταυτόχρονα τόν παρουσιάζω εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + παρουσιάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • είσειμι — εἴσειμι (Α) 1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι») 2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή 3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω …   Dictionary of Greek

  • έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»