Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρουσιάζομαι

  • 1 παρουσιαζομαι

        быть в наличии, присутствовать Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > παρουσιαζομαι

  • 2 παρουσιάζω

    μετ.
    1) представлять, предъявлять;

    παρουσιάζω μάρτυρες — представлять свидетелей;

    παρουσιάζω αποδείξεις — представлять доказательства;

    2) представлять, знакомить;
    3) представлять (на сцене); показывать, ставить (пьесу);

    4) представлять, составлять, αυτό δένπαρουσιάζει καμμιά δυσκολία — это не представляет никакой трудности;

    5) проявлять, показывать;
    6) выдавать (за что-л., за кого-л.);

    παρουσιάζ ξένη δουλειά γιά δική μου — выдавать чужую работу за свою;

    § παρουσιάζω όπλα! — взять на караул!;

    παρουσιάστε! на караул!;
    1) — являться, появляться; — представать;

    παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα — являться в назначенный час;

    παρουσιάζομαι στο δικαστήριο — или παρουσιάζομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — представать перед судом;

    2) представляться, появляться, возникать;

    παρουσιάζέται ευκαιρία — представлается случай;

    παρουσιάστηκαν τεχνικές ανωμαλίες возникли технические неполадки;
    3) оказываться; обнаруживаться;

    η διεθνής κατάσταση παρουσιάζεται περιπλεγμένη — международное положение осложнилось;

    4) представляться, рекомендоваться (при знакомстве и т. п.);
    5) являться (к начальнику, командиру и т. п.);

    6) выдаваться, случаться (об оказии, удобном случае) 7) παρουσιάζομαισαν ( — или γιά)... — выдавать себя за...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρουσιάζω

  • 3 φάντες

    φάντης ο карт, валет;

    § παρουσιάζομαι σα φάντες μπαστούνι — явиться нежданно-негаданно, свалиться как снег на голову;

    τί έχει να κάνει ( — или τί σχέση έχει) ο φάντες με το ρετσινόλαδο — похож как гвоздь на панихиду; — ничего похожего

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φάντες

См. также в других словарях:

  • παρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, συνιστώμαι από κάποιον σε άλλον ή άλλους και ταυτόχρονα τόν παρουσιάζω εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + παρουσιάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • είσειμι — εἴσειμι (Α) 1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι») 2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή 3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω …   Dictionary of Greek

  • έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»