Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρουσιάζομαι

  • 41 явлляться

    [γιαβλγιάτσα] ρ φθάνω, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

    Русско-эллинский словарь > явлляться

  • 42 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 43 выказать

    кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•

    выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•

    выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.

    1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выказать

  • 44 вынырнуть

    ρ.σ. αναδύομαι, ξενερίζω, επιφαίνομαι. || μτφ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόοπτα.

    Большой русско-греческий словарь > вынырнуть

  • 45 выплыть

    -лыву, -лывешь, παρλθ. χρ. выплыл, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. αναδύομαι• βγαίνω στην ξηρά κολυμπώντας.
    2. μτφ. εμφανίζομαι, βγαίνω, προβάλλω, παρουσιάζομαι•

    -ыл новый вопрос γεννήθηκε καινούριο ζήτημα•

    из-за облака опять -ла луна μέσα από το1, σύννεφο πάλι πρόβαλε το φεγγάρι.

    3. αποπλέω, εκπλέω, ε-ξορμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выплыть

  • 46 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 47 выступить

    -плю, -пишь, ρ.σ.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι.
    2. ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυνση, αναχωρώ.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    слезы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια•

    выступить на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή.

    4. αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγορώ•

    выступить на собрании "ομιλώ στη συνέλευση.

    εκφρ.
    выступить в роли кого-н. – υποδύομαι το ρόλο κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > выступить

  • 48 двоедушничать

    ρ.δ. παλ. παρουσιάζομαι διπλοπρόσωπος, υποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > двоедушничать

  • 49 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 50 заявить

    -явлю
    --явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δηλώνω•

    заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.

    ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•

    заявить протест διαμαρτύρομαι•

    -о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•

    свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•

    он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.

    2. αναφέρω• καταθέτω•

    он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.

    εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заявить

  • 51 изображать

    ρ.δ.
    1. βλ. изобразить.
    2. (απ)εικονίζω, παρασταίνω, φανερώνω, δείχνω•

    йта картина изображает закат солнца αυτή η εικόνα παρασταίνει το ηλιοβασίλεμα.

    3. (συνήθως με τις λέξεις «из себя») παρουσιάζομαι σαν, δείχνομαι σαν, προσποιούμαι (κάνω) τον.
    1. (απ)εικονίζομαι, παρασταίνομαι.
    2. (για αισθήματα) εκφράζομαι, εκδηλώνομαι, φανερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изображать

  • 52 казаться

    кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийся
    ρ.δ.
    1. φαίνομαι• δείχνω•

    -ется весёлым φαίνεται εύθυμος•

    это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•

    он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•

    -ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.

    2. απρόσ. φαίνεται•

    мне -ется μου φαίνεται.

    облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.

    || νομίζω•

    -ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.

    3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.
    εκφρ.
    не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > казаться

  • 53 навернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. наврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (περί) τυλίγω.
    2. βιδώνω.
    3. εκτελώ δραστήρια, αναπτύσσω δραστηριότητα.
    1. (περι)τυλίγομαι.
    2. βιδώνομαι.
    3. (για δάκρυα) εμφανίζομαι, μου κινούν•

    у не -лись слёзы αυτής της πήγαν (κίνησαν) δάκρυα.

    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία•

    случай -лся отличный παρουσιάστηκε πρώτης τάξης ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > навернуть

  • 54 наклюнуть

    -нет
    ρ.σ.μ. ραμφίζω, σπάζω το τσόφλι του αυγού με το ράμφος.
    ραμφίζω, σπάζω•

    цыплнок -лся το πουλάκι βγήκε από το τσόφλι.

    || μτφ. (για μπουμπούκι) βγαίνω, σκάζω, ανοίγω. || μτφ. παρουσιάζομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι απρόοπτα.

    Большой русско-греческий словарь > наклюнуть

  • 55 нанести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω (πολύ ή πολλά)•

    нанести подарков φέρω δώρα•

    нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.

    2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•

    ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•

    на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.

    || (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.
    3. προσκρούω παρασυρόμενος.
    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
    5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•

    нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•

    нанести лак βερνικώνω•

    нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.

    6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•

    нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.

    || αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•

    нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.

    7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•

    нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•

    нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•

    нанести вред, урон βλάπτω•

    нанести поражение νικώ.

    || προξενώ, προκαλώ•

    нанести потери προξενώ απώλειες•

    нанести ущерб προξενώ ζημιά.

    8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.
    εκφρ.
    нанести визит – επισκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанести

  • 56 неположенный

    επ.
    μη καθιερωμένος• ακατάλληλος•

    явиться в неположенный день παρουσιάζομαι στη μη καθιερωμένη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > неположенный

  • 57 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 58 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 59 подкатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κυλώ προς ή κάτω απο•

    подкатить бочку к углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία.

    || οδηγώ, φέρω (για οχήματα).
    2. (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλησιάζω, φτάνω γρήγορα.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά•

    тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό•

    у меня -ло в сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά.

    εκφρ.
    подкатить глаза – περιφέρω τους βολβούς των ματιών.
    κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мячик -лся под диван το τόπι κύλισε κάτω από το ντιβάνι•

    ко мне -лся мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι•

    тошнота -лась к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό.

    Большой русско-греческий словарь > подкатить

  • 60 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

См. также в других словарях:

  • παρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζομαι, συνιστώμαι από κάποιον σε άλλον ή άλλους και ταυτόχρονα τόν παρουσιάζω εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + παρουσιάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • είσειμι — εἴσειμι (Α) 1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι») 2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή 3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω …   Dictionary of Greek

  • έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»