-
1 παραπεμπω
1) проводить мимо, пропускать (невредимым)(sc. τέν ναῦν Hom.)
2) провожать, сопровождать(τινὰ πρὸς οἰκίαν Plut.)
3) отправлять, посылать (на помощь)4) доставлять, переправлять(τινὴ παραπομπήν Xen.; σῖτον εἰς Λῆμνον Dem.)
5) передавать, подавать(φέρε ὕδωρ, παράπεμπε τὸ χειρόμακτρον Arph.)
π. τινὴ στόνον ἀντίτυπον Soph. — доносить до кого-л. отголосок (его) стона;θόρυβον π. Arph. — рукоплескать;π. ἑαυτὸν πότοις Plut. — предаваться пьянству;χάριτι π. ἀτύφῳ Plut. — проявлять радушную простоту6) относиться с пренебрежением, не обращать внимания(π. τοὺς οὐκ ὀρθῶς συμβουλεύοντας Dem.)
-
2 παραπέμπω
(αόρ. παρέπεμψα) μκτ.1) посылать, отсылать, пересылать; 2) отдавать, передавать (в руки правосудия и т. п.);παραπέμπω στο δικαστήριο — а) передавать (дело) в суд; — б) отдавать под суд;
3) отсылать (к чему-л. — при ссылке) -
3 παραπέμπω
[паралэмпо] ρ отсылать, препровождать, делать ссылку, ссылаться. -
4 παρα-
[παρά II] приставка со знач.:1) рядоположности, смежности (παρίστημι, παράλληλοι)2) движения мимо (παροίχομαι, παρατρέχω)3) передачи, переноса, пересылки и т.п. (παραδίδωμι, παραπέμπω)4) отступления, отклонения (παράγω, παροράω)5) переделывания, изменения (παραλλάσσω, παραπείθω) -
5 συμπαραπεμπω
следовать вместе, сопровождать(τέν παραπομπήν Aeschin.; τὸν κῶμον Plut.)
σ. τέν ὄψιν τινί Plut. — провожать кого-л. глазами -
6 διαιτησία
η1) арбитраж; третейский суд;υποβάλλω ( — или παραπέμπω) σε διαιτησία — представлять на рассмотрение арбитража;
2) спорт, судейство -
7 δικαιοσύνη
η1) справедливость;αποδίδω δικαιοσύνη — отдать справедливость;
εν δικαιοσύνη — справедливо, по справедливости;
2) правосудие;απονέμω δικαιοσύνη — отправлять правосудие;
3) юстиция; суд;υπουργείο δικαιοσύνης — министерство юстиции;
ποινική (πολιτική) δικαιοσύνη — уголовный (гражданский) суд;
παραπέμπω στη δικαιοσύνη — отдать под суд;
υπάγομαι στη δικαιοσύνη — подлежать суду
-
8 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
9 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
10 καλάνδαι
αί календы;§ παραπέμπω εις τάς ελληνικάς καλάνδας — откладывать до греческих календ, откладывать в долгий ящик
См. также в других словарях:
παραπέμπω — send past pres subj act 1st sg παραπέμπω send past pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέμπω — παραπέμπω, παρέπεμψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
παραπέμπω — παρέπεμψα, παραπέμφθηκα 1. (για άνθρωπο) στέλνω κάποιον σε αρμόδιο: Με παράπεμψαν στο Διευθυντή, για να μου δώσει υπεύθυνη απάντηση. 2. (για έγγραφα και υποθέσεις), διαβιβάζω, στέλνω: Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο αρμόδιο γραφείο. 3. (για κείμενο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπέμπεσθε — παραπέμπω send past pres imperat mp 2nd pl παραπέμπω send past pres ind mp 2nd pl παραπέμπω send past imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέμπετε — παραπέμπω send past pres imperat act 2nd pl παραπέμπω send past pres ind act 2nd pl παραπέμπω send past imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέμπῃ — παραπέμπω send past pres subj mp 2nd sg παραπέμπω send past pres ind mp 2nd sg παραπέμπω send past pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέμψουσι — παραπέμπω send past aor subj act 3rd pl (epic) παραπέμπω send past fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπέμπω send past fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέμψουσιν — παραπέμπω send past aor subj act 3rd pl (epic) παραπέμπω send past fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπέμπω send past fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέμψω — παραπέμπω send past aor subj act 1st sg παραπέμπω send past aor ind mid 2nd sg (epic ionic) παραπέμπω send past fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεμπομένων — παραπέμπω send past pres part mp fem gen pl παραπέμπω send past pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)