Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Λαϊκό

См. также в других словарях:

  • Λαϊκό Μέτωπο — Έτσι ονομάστηκαν, μετά το 1934, οι πολιτικοί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες με τη συμμαχία των κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς. Ελατήρια πολιτικής τακτικής οδήγησαν στον παραμερισμό των σημαντικών… …   Dictionary of Greek

  • νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που …   Dictionary of Greek

  • σαντούρι — Λαϊκό μουσικό όργανο, τραπεζοειδούς σχήματος, που αποτελείται από το ηχείο (χωρίς βραχίονα) ύψους 4 5 εκ., πλάτους 55 65 εκ. και μήκους ως ένα μέτρο, στην επιφάνεια του οποίου είναι τεντωμένες ανά 2, 3 ή 4, ανάλογα με το πάχος τους, οι 100 140… …   Dictionary of Greek

  • Πατάρια — Λαϊκό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Βόρεια Ιταλία, το δεύτερο μισό του 11ου αι. Άρχισε στις πόλεις Άστη, Βαρέζε και Παβία με την εκδίωξη των επισκόπων που είχαν διοριστεί από τον αυτοκράτορα. Κέντρο του κινήματος ήταν το Μιλάνο και ιδιαίτερα η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • Laïko — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»