-
1 λαϊκός
η и ιά, ό[ν]1) народный;λαϊκό τραγούδι — народная песня;
λαϊκή εξουσία — народная власть;
λαϊκή περιουσία — народное достояние;
λαϊκό μέτωπο — народный фронт;
λαϊκή δημοκρατία — а) народная демократия; — б) народная республика;
2) популярный, пользующийся популярностью;3) светский, гражданский; 4) обычный, массовый; дешёвый; доступный (тж. перен.);λαϊκή αγορά — передвижной, дешёвый базар;
λαϊκές τιμές — доступные цены;
λαϊκός άνθρωπος — простой, доступный человек
-
2 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
3 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
См. также в других словарях:
Λαϊκό Μέτωπο — Έτσι ονομάστηκαν, μετά το 1934, οι πολιτικοί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες με τη συμμαχία των κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς. Ελατήρια πολιτικής τακτικής οδήγησαν στον παραμερισμό των σημαντικών… … Dictionary of Greek
νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που … Dictionary of Greek
σαντούρι — Λαϊκό μουσικό όργανο, τραπεζοειδούς σχήματος, που αποτελείται από το ηχείο (χωρίς βραχίονα) ύψους 4 5 εκ., πλάτους 55 65 εκ. και μήκους ως ένα μέτρο, στην επιφάνεια του οποίου είναι τεντωμένες ανά 2, 3 ή 4, ανάλογα με το πάχος τους, οι 100 140… … Dictionary of Greek
Πατάρια — Λαϊκό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Βόρεια Ιταλία, το δεύτερο μισό του 11ου αι. Άρχισε στις πόλεις Άστη, Βαρέζε και Παβία με την εκδίωξη των επισκόπων που είχαν διοριστεί από τον αυτοκράτορα. Κέντρο του κινήματος ήταν το Μιλάνο και ιδιαίτερα η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno … Wikipedia
Laïko — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko … Wikipedia