Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρανομία

См. также в других словарях:

  • παρανομία — παρανομίᾱ , παρανομία transgression of law fem nom/voc/acc dual παρανομίᾱ , παρανομία transgression of law fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίᾳ — παρανομίαι , παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομία — η 1. πράξη παράνομη, παράβαση νόμου: Η παρανομία είναι πράξη αντικοινωνική. 2. φυγή, παράνομη ζωή, η έξω από τη νομιμότητα δραστηριότητα: Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, πολλοί πατριώτες πέρασαν στην παρανομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανομία — η, ΝΜΑ [παράνομος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων τής ευπρέπειας ή τής τάξης, παράνομη πράξη νεοελλ. δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα αρχ. ως κύριο όν. Παρανομία η αδικία …   Dictionary of Greek

  • παρανομίας — παρανομίᾱς , παρανομία transgression of law fem acc pl παρανομίᾱς , παρανομία transgression of law fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίαι — παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίαν — παρανομίᾱν , παρανομία transgression of law fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομιῶν — παρανομία transgression of law fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίαις — παρανομία transgression of law fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομί' — παρανομίαι , παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανομία — η (AM ἀνομία) [άνομος] 1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα 2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία 3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία νεοελλ. 1. αδικία 2. ατυχία, αναποδιά 3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»