-
121 παραχεω
1) подливать, добавлять(ὕδωρ Her.)
2) насыпать(χοῦν παρά τι Her.)
3) pass. граничить, примыкатьἡ Λυδία παρακεχυμένη Plut. — сопредельная Лидия
-
122 παραχρημα
adv. [из παρὰ τὸ χρῆμα] сейчас же, тотчас же, теперь (же)(πάλαι τε καὴ π. Thuc.)
τὸ и τὰ π. Her. etc. — настоящее, теперешние обстоятельства;ὅ π. — настоящий (непосредственный, минутный) (ἀνάγκη Thuc.; ἡδύ Plat.);ἐκ τοῦ π. Plat., Xen. — без подготовки;ἐν τῷ π. Plat. — в данный момент -
123 παραχωννυμι
-
124 πιστευω
1) верить, доверять(ся)(θεῶν θεοφάτοισιν Aesch.; λόγοις Eur., Plut.; τῇ ἀκοῇ, ἐπὴ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν NT.)
π. τι ἀληθὲς εἶναι Plat. — верить в истинность чего-л.;ἄξιος πιστεύεσθαι Plat. — заслуживающий доверия;ἐπιστευόμην ὑπὸ Λακεδαιμονίων Xen. — я пользовался доверием у лакедемонян;παρὰ Διὸς αὐτοῖς οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Plat. — у них (т.е. критян) верили, что их законы произошли от Зевса2) вверять, поручать(τὸν ἑαυτοῦ βίον τινί Men.)
τέν ἀρχην πεπιστευμένος Plat. — облеченный высшей властью:3) верить, вверять(τῷ θεῷ и εἰς τὸν θεόν, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ NT.)
-
125 πλεονεξια
ион. πλεονεξίη ἥ1) жадность, своекорыстие(πολυπραγμοσύνη καὴ π. Isocr.)
οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. — не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия;πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. — предаваться стяжательству2) превосходство, преимущество, преобладание(αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.)
3) выгода, польза, благо(αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.)
4) (пре)избыток, излишек(π. καὴ ἀκοσμία Plut.)
ἥ παρὰ φύσιν π. καὴ ἔνδειά τινος Plat. — противоестественный избыток или недостаток чего-л.5) лог. хитрость, уловка -
126 πολυπραγμονεω
ион. πολυπρηγμονέω1) заниматься множеством дел, усердствовать не в меру, соваться не в свои дела, суетиться(περί τι и περί τινος Plat.)
τὰ αὑτοῦ πράττειν καὴ μέ π. Plat. — делать свое дело и не соваться в чужие2) выведывать, разузнавать(τὰ κατά τινα и τὰ περί τινα Polyb.; πᾶσαν τέν ἀλήθειαν παρά τινος Plut.)
3) заниматься интригами, строить козни Her.4) ревностно исследовать, тщательно изучать(τὰς αἰτίας Plat.; τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν Polyb.)
οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Polyb. — те, кто исследовал (небесные) явления -
127 πρασσω
эп.-ион. πρήσσω, атт. πράττω (pf. 1 πέπρᾱχα, pf. 2 πέπρᾱγα; pass.: fut. 1 πραχθήσομαι, fut. 2 πρᾱγήσομαι, aor. 1 ἐπράχθην, aor. 2 ἐπράγην с ᾱ, pf. πέπραγμαι, fut. 3 πεπράξομαι; adj. verb. πρακτέος)1) проходить, пролетать, проделывать(κέλευθον Hom.; ὁδόν HH. и ὁδοῖο Hom.)
2) переезжать, переплывать(ἅλα Hom.)
3) делать, совершать, приводить в исполнение(φόνον, ἀρετάς Pind.)
πέπρακται τοὔργον Aesch. — дело сделано;φεῦ φεῦ πέπρακται! Eur. — увы, свершилось!;τὸ πραχθέν Plat., τὰ πραχθέντα Aesch. и τὰ πεπραγμένα Pind., Dem. — содеянное, совершенное;τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἄρχοντος πραχθέντα погов. Luc. — то, что было сделано до архонта Эвклида, т.е. преданное забвению ( намек на общую амнистию всех причастных к злодеяниям Тридцати тираннов);περισσὰ π. Soph. — (пытаться) делать невозможное;ὅ τῷ θυμῷ πραχθεὴς φόνος Plat. — убийство, совершенное в гневе;π. καὴ βουλεύειν Soph. — помогать делом и советом4) добиваться, достигать(οὐδὲν π. δυνάμενος Polyb.)
ἔπρηξας καὴ ἔπειτα Hom. — добилась ты-таки наконец;χρῆμα οὐ πρήξεις Hes. — ничего ты не достигнешь5) работать, трудиться, заниматьсяτὰ ἑαυτοῦ π. Soph. — заниматься собственными делами;
π. τὰ πολιτικά и τὰ τῆς πόλεως Plat., τὰ πράγματα Lys. — заниматься общественно-политическими делами;τὰ γεωργικὰ εὖ π. Xen. — с успехом заниматься земледелием;π. τινί, πρός и ἔς τινα или ὑπέρ τινος Thuc., Dem. — работать в пользу кого-л. или держать чью-л. сторону;πολλὰ π. Her. — хлопотать, суетиться, метаться6) действовать, поступать(κατὰ τοὺς νόμους Plat.)
σὺν ἀργύρῳ π. Soph. — действовать с помощью подкупа7) готовить, устраивать, устанавливать(φιλίαν, εἰρήνην Dem.)
κάθοδόν τινι π. Plut. — добиваться возвращения кого-л. (из ссылки);τῶν Κορινθίων πρασσόντων ὅπως τιμωρήσονται αὐτούς Thuc. — так как коринфяне готовились отомстить им (афинянам)8) причинять, доставлять9) оканчивать(ся), завершать(ся)(ὅ στόλος οὕτω ἔπρηξεν Her.)
κατὰ τέν ναυμαχίαν οὕτως ἐπεπράγεσαν Thuc. — таков был исход морского сражения10) оканчивать (жизнь), погибать11) губить, умерщвлять(τινά Aesch.)
12) получать, приобретать(ἄκοιτιν, κλέος Pind.)
13) вести переговоры, договариваться(περὴ εἰρήνης Xen.)
14) проводить жизнь, чувствовать себяεὖ (καλῶς, εὐτυχῶς, μακαρίως, εὐδαιμόνως, ἀγαθόν) π. Plat., Xen., Trag., Arph. — быть счастливым, процветать;
πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης? Aesch. — что с Ксерксом?;τὸ εὖ π. παρὰ τέν ἀξίαν Dem. — незаслуженное счастье;εὖ πρᾶσσε! (в — письмах) Plat. будь счастлив!;κακῶς (φλαύρως, δυστυχῆ) π. Her., Aesch., Thuc. — быть несчастным;χαλεπώτατα π. Thuc. — быть в весьма трудном положении;μικρὰ καὴ φαῦλα π. Dem. — находиться в самом жалком положении15) заставлять платить, взыскивать, взимать(φόρον παρά τινος Her.; τὰς ἐσφοράς Dem.)
π. τινὰ τὰ χρήματα Xen. — требовать с кого-л. денег;τι καὴ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ ; Luc. — сколько ты с меня потребуешь за него?;φόρους ἐκ или ἀπὸ τῶν πόλεων πράττεσθαι Thuc. — требовать дани с городов;τὰ πραττόμενα Polyb. — налоги16) воздавать, каратьπατρὸς φόνον π. Aesch. — мстить за убийство отца;
ἀντίποινα πράξειν Aesch. — отомстить17) хитростью передавать, предавать(τινὴ τέν πόλιν Polyb.)
οἱ πράσσοντες Thuc. — участники заговора -
128 συνεξακολουθεω
1) постоянно сопровождать, быть неразлучным(τινι, παρά τινι и παρά τινος Polyb.)
2) быть привычным, свойственным(τινι Polyb.)
3) следовать, идти следом(τῷ κινουμένῳ Sext.)
4) следовать, быть следствием, вытекатьτὰ συνεξακολουθοῦντα Polyb. — последствия;
τὸ συνεξακολουθοῦν τούτοις Polyb. — в результате этого5) соответствовать, согласоваться(ταῖς προθέσεσί τινος Polyb.)
См. также в других словарях:
παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» … Dictionary of Greek
παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων … Dictionary of Greek
παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης … Dictionary of Greek
παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό … Dictionary of Greek
Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» … Dictionary of Greek