-
101 παρ
(у Hom. преимущ. перед δέ, часто перед π, ν, реже перед γ, ζ, ξ, σ и по друг.) = παρά См. παρα I и II -
102 παραβαλλω
1) ( о корме) подбрасывать, бросать, задавать(ἐδωδήν, ζειάς, sc. τοῖς ἵπποις Hom.)
2) бросать на растерзание(τινὰ τοῖς ὄχλοις Polyb.)
3) набрасывать, наваливать(ὕλης φακέλλους Thuc.)
4) med. ставить на карту, рисковатьπ. τέν ψυχέν πολεμίζειν Hom. — подвергать свою жизнь бранным опасностям;
π. τὰ τέκνα Her. — оставлять в залог собственных детей;κύβοισι παραβεβλημένος Arph. — поставленный (в качестве ставки) при игре в кости;πλείω παραβαλλόμενοι Thuc. — рискующие большим;οὐκ ἴσα π. Xen. — делать разные ставки, т.е. рисковать по-разному;π. τὸν κίνουνον τῶν σωμάτων Thuc. — подвергаться смертельной опасности;π. τοῖς ὅλοις Polyb. — рисковать всем;π. πρός τι Polyb. — подвергаться какой-л. опасности5) класть рядом(λίθοι παραβέβληνται Arst.)
6) сопоставлять, сравнивать(π. τινι τι Her. etc.; τι παρά τι Plat., τι πρός τι Xen., Isocr.)
π. ὅσα περὴ τὸ αὐτὸ ἄμφω εἶπον Arst. — сопоставлять высказывания обеих сторон по одному и тому же вопросу7) тж. med. соперничать, состязаться(τινί Xen.; med. τινί τι Eur.)
8) противопоставлятьἀπάτα δ΄ ἀπάταις παραβαλλομένα Soph. — обман в ответ на обманы
9) поворачивать(ὄμμα Aesch.; τὸν ὀφθαλμόν Arph.; τέν κεφαλήν Plat.)
π. τὰ ὦτα Plat. — настораживать уши;π. τοὺς γομφίους Arph. — стискивать челюсти;π. τὸ θύριον Plut. — затворять дверь10) med. подводить к берегу, причаливать(τέν ἄκατον Arph.)
11) приближаться, подходить(εἰς Ἰωνίαν Thuc.; εἰς τέν πόλιν Plut., NT.)
π. ἀλλήλοις Plat. — сходиться (встречаться) друг с другом;π. περὴ Ῥόδον Arst. — причаливать к Родосу12) med. направляться, плыть(ἰθὺ Σκιάθου Her.)
13) med. передавать, поручать, доверять14) med. обманывать, предавать(τινά Her., Thuc.)
15) тж. med. предаваться, отдаваться(εἰς ἡδονάς Arst.; med. τύχῃ καὴ ἐλπίσι Thuc.)
-
103 παραδεχομαι
ион. παραδέκομαι1) получать(σῆμα κακόν Hom.; τὰ φερόμενα γράμματα Xen.)
2) получать в виде наследства, наследовать(σοφώτατα νοήματα Pind.; τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός Her.)
φήμην παραδεδέγμεθα Plat. — у нас есть предание;π. μάχην Her. — продолжать (начатое другими) сражение3) принимать, впускать, допускать(τινὰ εἰς τέν πόλιν Plat.)
π. τινα Polyb. — (дружески) принимать кого-л.;π. τέν ἀπαγωγήν Lys. — принимать жалобу4) допускать, соглашаться(π. τὸν λόγον Plat.)
εἴπερ ταῦτα παραδεξόμεθα Plat. — если мы допустим это, т.е. согласимся с этим -
104 παραθαλασσια
-
105 παραθεαομαι
-
106 παραι
-
107 παρακαταθηκη
ἥ1) сданная на хранение ценность(παρακαταθήκην καταθέσθαι παρά τινι Lys. и ἀποδιδόναι τινί Sext.)
χρυσίου π. Plat. — сданное на хранение золото;π. τῆς τραπέζης Dem. — банковский вклад2) вверенное (чьему-л.) попечениюτινὰ παρακαταθήκην δέχεσθαι Her. — принять попечение над кем-л.;
οἱ τέν τῶν νόμων παρακαταθήκην ἔχοντες Aeschin. — те, кому вверено попечение о законах -
108 παρακιω
-
109 παρακρινω
(ῑ) располагать рядом, выстраивать(πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν Her.; πλῆθος ἀνθρώπων ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ παρακεκριμένων Plut.)
-
110 παρανηχομαι
-
111 παρανυσσω
атт. παρανύττω досл. покалывать, колоть сбоку, перен. pass. быть побуждаемым(παρὰ τοῦ δαιμονίου Luc.)
-
112 παραπηγνυμι
1) втыкать, вбивать(αἰχμὰς ἔνθεν καὴ ἔνθεν Her.)
2) внедрять, внушать(τὰς ὑποθήκας τοῖς νέοις Plut.)
3) (pf. παραπέπηγα) быть воткнутым(παρὰ δ΄ ἔγχεα πέπηγεν Hom.)
4) (плотно) примыкать, быть тесно связанным5) med. закреплять, фиксировать, отмечать, записывать(τὰ τοῦ κόσμου παθήματα Plat.)
-
113 παραπλειος
3почти полныйπαράπλειαι ὦσι τράπεζαι Hom. ap. Plat. (v. l. παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι) — столы были почти полны
-
114 παραπλεω
эп.-ион. παραπλώω (fut. παραπλεύσομαι и παραπλοῦμαι; эп. aor. 2 παρέπλων)1) плыть мимо, проплыватьπαραπλέοντες ἐθεώρουν τέν ἀκτήν Xen. — плывя вдоль берега, они увидели мыс
2) плыть, приплывать(τόπον Her., Arst. и παρὰ τόπον Her.; ἐκ Σινώπης εἰς Ἡράκλειαν Xen.)
3) ( на корабле) миновать(τέν Ἔφεσον NT.)
-
115 παραπληθω
-
116 παραπορευομαι
проходить мимо, миновать(Diod., Plut.; τὸν χάρακα τῶν πολεμίων Polyb.)
π. παρὰ τὸ χεῖλος Polyb. — проходить по берегу -
117 παρασαττω
-
118 παρασκιρταω
-
119 παρασοβεω
-
120 παρασχιζω
См. также в других словарях:
παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» … Dictionary of Greek
παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων … Dictionary of Greek
παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης … Dictionary of Greek
παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό … Dictionary of Greek
Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» … Dictionary of Greek