-
1 παντελης
21) полный, законченный(σάγη Aesch.; πανοπλία Plat.)
2) абсолютный, неограниченный(μοναρχία Soph.; ἐλευθερία Plat.)
π. δάμαρ Soph. — полновластная, т.е. законная супруга;βωμοὴ ἐσχάραι τε παντελεῖς Soph. — абсолютно все жертвенники и домашние алтари;τὰ δήμου παντελῆ ψηφίσματα Aesch. — состоявшееся решение народа3) все завершающий, все осуществляющий(Ζεύς, χρόνος Aesch.)
-
2 παντελής
ης, ες полный, совершенный;παντελής άγνοια — а) полное незнание; — б) полное игнорирование
-
3 παντελής
{прил., 2}законченный, полный, совершенный; ср.р. с 1519 ( εἰς) обозн. до конца, полностью, совершенно, абсолютно, навсегда (о времени).Ссылки: Лк. 13:11; Евр. 7:25.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παντελής
-
4 παντελής
{прил., 2}законченный, полный, совершенный; ср.р. с 1519 ( εἰς) обозн. до конца, полностью, совершенно, абсолютно, навсегда (о времени).Ссылки: Лк. 13:11; Евр. 7:25.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παντελής
-
5 παντελής
законченный, полный, совершенный; ср.р. с (εἰς) обозн.: до конца, полностью, совершенно, абсолютно, (на)всегда (о времени).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παντελής
-
6 ένδεια
η бедность, нужде, отсутствие средств существования;παντελής ένδεια — полная нищета;
ευρίσκομαι εν εσχάτη ενδεία находиться в крайней нужде;περιπίπτω εις ένδειαν — обнищать
-
7 3838
{прил., 2}законченный, полный, совершенный; ср.р. с 1519 ( εἰς) обозн. до конца, полностью, совершенно, абсолютно, навсегда (о времени).Ссылки: Лк. 13:11; Евр. 7:25.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3838
См. также в других словарях:
παντελῆς — παντελής all complete masc/fem acc pl (attic epic doric) παντελής all complete masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντελής — all complete masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.) αρχ. 1. πλήρης, ολόκληρος 2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Παντελής — (Λουτράκι 1908 – 1982). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε το 1935 στον ρόλο του Πολυμήστορα στην Ερωφίλη του Χορτάτζη και τον επόμενο χρόνο ερμήνευσε τον Ηρακλή στην Άλκηστι του… … Dictionary of Greek
Πρεβελάκης, Παντελής — (Pέθυμνο 1909 – 1986). Λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και στη Σχολή Γραμμάτων και το Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το 1935 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της… … Dictionary of Greek
Χορν, Παντελής — (1880 – 1941). Θεατρικός συγγραφέας. Το 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την περίοδο που ήταν ανθυποπλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού, έγραψε το πρώτο δραματικό του έργο, εμπνευσμένο από το δημοτικό τραγούδι Το γεφύρι της Άρτας, με… … Dictionary of Greek
Αλισάφης, Παντελής — Αγωνιστής του 1821, που καταγόταν από τη Νάξο. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Στεκούλη και του Ραυτόπουλου … Dictionary of Greek
Βασσάνης, Παντελής — (Πορταριά 1830 – 1892). Εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια. Ταξίδεψε στη Σμύρνη και από εκεί στην Αλεξάνδρεια, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Τελικά εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Τάντα της Αιγύπτου, όπου έμεινε επί τριάντα χρόνια… … Dictionary of Greek
Βούλγαρης, Παντελής — (Αθήνα 1940 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εξαιρετικές υπήρξαν οι δύο πρώτες, μικρού μήκους ταινίες του, Κλέφτης… … Dictionary of Greek
Καλιότσος, Παντελής — (Αθήνα 1925 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία και, κυρίως, με το μυθιστόρημα και το θέατρο. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1958 με το έργο Η θλιβερή ιστορία μιας κουτσουλιάς. Ακολούθησαν τα έργα Ο μεσαίος τοίχος (1965), Οι… … Dictionary of Greek
Κοντογιάννης, Παντελής — (Χίος 1866 – 1928). Πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Φοίτησε ως υπότροφος του κληροδοτήματος Κρεατσούλη στη Ριζάρειο Σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Επιστρέφοντας από το εξωτερικό διορίστηκε καθηγητής της ιερατικής σχολής Καισαρείας της… … Dictionary of Greek