Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πανδόκιον

См. также в других словарях:

  • πανδοκίον — τὸ, Α βλ. πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • πανδοκείον — και, κατά τον Ησύχ., πανδοκίον, τὸ, Α βλ. πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • πανδοχείο — πανδοχεῑον και πανδοκεῑον και πανδοκίον, τὸ, ΝΑ [πανδοχεύς] οίκημα που προσφέρει κατάλυμα, κυρίως για διανυκτέρευση, καθώς και εστίαση και, συχνά, ψυχαγωγία, ιδίως σε ταξιδιώτες, χάνι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»