-
1 παν-δοκεῖον
παν-δοκεῖον, τό, nach Phryn. besser attisch als πανδοχεῖον, auch πανδόκιον geschrieben, Haus eines Gastwirths, Wirthshaus; Ar. Ran. 550, Aesch. 2, 97 u. A., vgl. Lob. zu Phryn. 307.
См. также в других словарях:
πανδοκίον — τὸ, Α βλ. πανδοχείο … Dictionary of Greek
πανδοκείον — και, κατά τον Ησύχ., πανδοκίον, τὸ, Α βλ. πανδοχείο … Dictionary of Greek
πανδοχείο — πανδοχεῑον και πανδοκεῑον και πανδοκίον, τὸ, ΝΑ [πανδοχεύς] οίκημα που προσφέρει κατάλυμα, κυρίως για διανυκτέρευση, καθώς και εστίαση και, συχνά, ψυχαγωγία, ιδίως σε ταξιδιώτες, χάνι … Dictionary of Greek