-
81 дрогнуть
дрогнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ.дрог, -ла, -лоρ.δ.παγώνω, τρέμω από το κρύο, ριγώ, τουρτουρίζω.дрогнуть 2-ну, -нешь, παρλθ. χρ. -нул, -ла, -ло ρ.σ.1. σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάσσομαι, αναπηδώ (από ζωηρό αίσθημα). || τρεμοσβήνω. || αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω γρήγορα, απότομα (για φωνή, έκφραση προσώπου).2. διστάζω, αμφιβάλλω, αμφιρρέπω, (αμφι)ταλαντεύομαι, ενδοιάζω. -
82 задрогнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. -дрог, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. задрогший",ρ.σ. (απλ.) παγώνω, ξεπαγιάζω. || κρυώνω, ψύχομαι•рука -ла το χέρι κρύωσε.
-
83 зазнобить
-блю, -бишь ρ.σ.μ. (διαλκ.).1. παγώνω, ξεπαγιάζω, αΐτοξυλιάζω.2. αρχίζω να ριγώ.-блю, бишьρ.σ.μ.(διαλκ. κ. δημοτ. ποίηση) ερωτεύομαι. -
84 заковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.
|| θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.
3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
85 заледенеть
ρ.σ. παγώνω, παγοσκεπάζομαι. || κρυώνω φοβερά, ‘ξεπαγιάζω, μαργώνω. -
86 замереть
-мру, -мрешь, παρλθ. χρ. замер, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замерший ρ.σ.1. κοκκαλώνω, μαρμαρώνω, παγώνω•замереть от страха κοκκαλώνω από το φόβο•
сердце -ло η καρδιά πάγωσε.
2. σταματώ, στέκομαι, νεκρώνω•работа -ла η δουλειά νέκρωσε•
движение -ло η κίνηση νέκρωσε.
|| (για λόγια, ήχους) σβήνω, ησυχάζω, χάνομαι, εκλείπω. -
87 замёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. замерз-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замершийρ.σ.1. παγώνω, ψύχομαι•вода -ла το νερό πάγωσε.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι•окно -ло το παράθυρο σκεπάστηκε από πάγο.
2. ξεπαγιάζω, μαργώυω. -
88 замораживать
-
89 заморозить
-ожу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. (κατα)ψύχω, παγώνω. || κρυαίνω.2. ξεπαγιάζω.3. μτφ. παγιώνω, καθηλώνω•заморозить зарплаты παγιώνω τις αποδοχές.
|| μτφ. ψυχραίνω.4. μπλοκάρω, αφήνω αχρησιμοποίητο. -
90 захолонуть
ρ.σ. (απλ.) παγώνω•у меня -ло сердце μου πάγωσε η καρδιά•
девочка -ла от испуга το κορίτσι πάγωσε από το φόβο.
-
91 знобить
-битρ.δ.μ.1. (απρόσ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος (από κρύο ή πυρετό).2. ψύχω, κρυώνω, παγώνω.(απλ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος. -
92 зябнуть
ρ.δ., παρλθ. χρ. зяб, -ла, -ло.1. παγώνω, ξεπαγιάζω, μαργώνω.2. βλάπτομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ από το κρύο. -
93 мёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. мёрз, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. мёрзнувший κ. мёрзший ρ.δ.1. κρυώνω, ψύχομαι, παγώνω.2. πεθαίνω από το κρύο. || ξεπαγιάζω, μαργώνω. -
94 настыть
κ. настынуть,• -ыну, -ынешь, μτχ. παρλθ. χρ. настывший ρ.σ.1. ψύχω παγώνω καλύπτω (επιφάνεια) με•лд -ыл на ступень-кахо πάγος σκέπασε τα σκαλοπάτια.
2. ψύχομαι, κρυώνω•комната -ла το δωμάτιο κρύωσε.
|| ξεπαγιάζω, μαργώνω•руки -ли τα χέρια πάγωσαν•
я -ыл стоя на морозе ζεπάγιασα στέκοντας στον πάγο.
-
95 обледенеть
ρ.σ. παγοσκεπάζομαι, παγώνω. -
96 обледенить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обледенённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.παγο.σκεπάζω, παγώνω καταψύχω. -
97 обмёрзнуть
ρ,σ. παρλθ. χρ. обмрз-ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. обмрзший.1. παγώνω, καλύπτομαι από πάγο•мокрые ветки -зли τα βρεγμένα κλαδιά σκεπάστηκαν από πάγο.
2. ξεπαγιάζω, ξυλιάζω μαργώνω. -
98 обморозить
-бжу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. (για μέλος του σώματος) παγώνω, κρυοπαγώ•обморозить ноги κρυοπαγώ τα πόδια.
|| ξεπαγιάζω•обморозить на дороге ξεπαγιάζω στο δρόμο.
-
99 ознобить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ознобленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.(απλ.) παγώνω, ξεπαγιάζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. -
100 озябнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. озяб-ла, -ло παγώνω, ξεπαγιάζω.
См. также в других словарях:
παγώνω — παγώνω, πάγωσα, παγωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχνώ — όω, ΝΑ [πάχνη] 1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω 2. παθ. παχνοῡμαι, όομαι γίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.) 3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη 3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον 4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος … Dictionary of Greek
περιπαχνούμαι — όομαι, Α παγώνω από παντού, παγώνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παχνῶ / οῦμαι «παγώνω»] … Dictionary of Greek
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυσταλλώνω — και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, όω) [κρύσταλλος] μέσ. κρυσταλλοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ. β. «εύρε δ αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)… … Dictionary of Greek
πάγωμα — το [παγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα τού νερού») 2. ταπείνωση τής θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη 3. μτφ. α) πράξη… … Dictionary of Greek
συναποπήγνυμαι — Μ παγώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπήγνυμαι «παγώνω, πήζω»] … Dictionary of Greek