-
61 стыть
стынуть, стытьнесов κρυώνω, παγώνω (άμετ.)· ◊ кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες. -
62 цепенеть
цепенетьнесов ἀπολιθώνομαι:\цепенеть от холода ξυλιάζω ἀπό τό κρύο· \цепенеть от страха παγώνω ἀπό τόν φόβο μου. -
63 freeze up
(to stop moving or functioning because of extreme cold: The car engine froze up.) παγώνω -
64 ice over/up
(to become covered with ice: The pond iced over during the night; The windows have iced up.) παγώνω -
65 nip
[nip] 1. past tense, past participle - nipped; verb1) (to press between the thumb and a finger, or between claws or teeth, causing pain; to pinch or bite: A crab nipped her toe; The dog nipped her ankle.) τσιμπώ,δαγκώνω2) (to cut with such an action: He nipped the wire with the pliers; He nipped off the heads of the flowers.) κόβω3) (to sting: Iodine nips when it is put on a cut.) τσούζω4) (to move quickly; to make a quick, usually short, journey: I'll just nip into this shop for cigarettes; He nipped over to Paris for the week-end.) πετάγομαι5) (to stop the growth of (plants etc): The frost has nipped the roses.) παγώνω,καταστρέφω2. noun1) (the act of pinching or biting: His dog gave her a nip on the ankle.) τσίμπημα,δάγκωμα2) (a sharp stinging quality, or coldness in the weather: a nip in the air.) ψύχρα3) (a small drink, especially of spirits.) γουλιά•- nippy- nip something in the bud
- nip in the bud -
66 замерзать
[ζαμιρζάτ"] ρ. ξεπαγιάζω, παγώνω -
67 коченеть
[κατσινιέτ'] ρ. μουδιάζω, παγώνω -
68 мёрзнуть
[μιόρζνουτ"] ρ. κρυώνω, παγώνω -
69 морозить
[μαρόζιτ"] ρ. παγώνω -
70 промерзать
[πραμιρζάτ'] ρ. παγώνω -
71 замерзать
[ζαμιρζάτ"] ρ ξεπαγιάζω, παγώνω -
72 коченеть
[κατσινιέτ'] ρ μουδιάζω, παγώνω -
73 мёрзнуть
[μιόρζνουτ"] ρ κρυώνω, παγώνω -
74 морозить
[μαρόζιτ"] ρ παγώνω -
75 промерзать
[πραμιρζάτ'] ρ παγώνω -
76 вмёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. вмерз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вмерший, ρ.σ.παγώνω, στερεώνομαι, σφίγγομαι μέσα στον πάγο, κολλώ στον πάγο. -
77 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
78 вызябнуть
-ет, παρλθ. χρ. вызяб, -ла, -ло, ρ.σ. (διαλκ.) παγώνω, καταστρέφομαι από τον πάγο•посевы -ли τα σπαρτά καταστράφηκαν από τον πάγο.
-
79 вымораживать
-
80 выморозить
-рожу, -розишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымороженный, βρ: -жен, -а, -оρ-.σ.μ.1. καταψύχω, παγώνω, ξεπαγιάζω.2. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω με το ψύχος•выморозить клопов εξοντώνω τους κοριούς με το ψύχος.
|| κρυώνω, ψύχω.
См. также в других словарях:
παγώνω — παγώνω, πάγωσα, παγωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχνώ — όω, ΝΑ [πάχνη] 1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω 2. παθ. παχνοῡμαι, όομαι γίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.) 3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη 3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον 4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος … Dictionary of Greek
περιπαχνούμαι — όομαι, Α παγώνω από παντού, παγώνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παχνῶ / οῦμαι «παγώνω»] … Dictionary of Greek
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυσταλλώνω — και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, όω) [κρύσταλλος] μέσ. κρυσταλλοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ. β. «εύρε δ αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)… … Dictionary of Greek
πάγωμα — το [παγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα τού νερού») 2. ταπείνωση τής θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη 3. μτφ. α) πράξη… … Dictionary of Greek
συναποπήγνυμαι — Μ παγώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπήγνυμαι «παγώνω, πήζω»] … Dictionary of Greek