-
41 обмерзание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обмерзание
-
42 оледенение
η παγοποίηση, η κάλυψη με πάγοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оледенение
-
43 вымерзать
вымерзатьнесов, вымерзнуть сов ξεπαγιάζω, παγώνω, πεθαίνω ἀπό τό κρύο, καταστρέφομαι ἀπ' τήν παγωνιά. -
44 закостеиеть
закостеие||тьсов1. κοκκαλιάζω·2. перен (от ужаса, страха и т. п.) κοκκαλώνω, παγώνω. -
45 замораживать
заморажива||тьнесов παγώνω, ψύχω· ◊ \замораживатьть средства μπλοκάρω τά κεφάλαια. -
46 коченеть
коченетьнесов ξεπαγιάζω, μουδιάζω/ παγώνω (от холода). -
47 леденить
леденитьнесов прям., перен παγώνω. -
48 мерзнуть
мерз||нутьнесов παγώνω. -
49 мертветь
мертветьнесов1. νεκρώνω, νεκρώνομαι·2. (цепенеть) κοκκαλιάζω, παγώνω/ μελανιάζω, χλωμιάζω (от ужаса). -
50 морозить
мороз||итьнесов1. (замораживать) παγώνω (μετ.)·2. безл:\морозитьит κάνει παγωνιά ἔξω. -
51 обледенеть
обледене||тьсов σκεπάζομαι μέ πάγο, παγώνω:палуба \обледенетьла τό κατάστρωμα σκεπάστηκε μέ πάγο, τό κατάστρωμα ἐπάγωσε. -
52 обмораживать
обмораживатьнесов, обморозить сов κρυοπαγώ, παγώνω (μ£τ.). -
53 обмораживаться
обмораживать||сяκρυοπαγώ, παγώνω (άμετ.). -
54 отмораживать
отмораживатьнесов, отморозить сов παγώνω, ξεπαγιάζω:\отмораживать палец παγώνει τό δάκτυλο μου. -
55 подмерзать
подмерзатьнесов, подмерзнуть сов παγώνω (ἄμετ.) λίγο. -
56 подмораживать
подмораживатьнесов, подморозить сов παγώνω (ρετ.). -
57 померзиуть
померз||иутьсов (о растениях) разг παγώνω, ξεπαγιάζω:все яблони в саду \померзиутьли ὅλες οἱ μηλιές τοῦ κήπου πάγωσαν. -
58 примерзать
примерзатьнесов, примерзнуть сов παγώνω:полено примерзло к земле́ τό ξύλο πάγωσε στή γή. -
59 сковывать
сковыва||тьнесоз.1. (выковывать) σφυρηλατώ·2. (соединять путем ковки) συγκολλώ σφυρηλατώντας·3. (заковывать) ἀλυσσοδένω μαζύ·4. перен (лишать свободы, легкости в действиях и т. п.) παραλύω, δεσμεύω:ее молчание \сковыватьет меня ἡ σιωπή της μέ παραλύει·5. воен. παραλύω, ἀκινητοποιώ:\сковывать противника παραλύω τόν ἀντίπαλον, ἀκινητοποιώ τόν ἀντίπαλον6. перен (покрывать льдом) παγώνω:мороз \сковыватьет реку́ ἡ παγωνιά παγώνει τό ποτάμι· ◊ \сковывать инициативу ἐμποδίζω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία. -
60 стынуть
стынуть, стытьнесов κρυώνω, παγώνω (άμετ.)· ◊ кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες.
См. также в других словарях:
παγώνω — παγώνω, πάγωσα, παγωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχνώ — όω, ΝΑ [πάχνη] 1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω 2. παθ. παχνοῡμαι, όομαι γίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.) 3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη 3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον 4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος … Dictionary of Greek
περιπαχνούμαι — όομαι, Α παγώνω από παντού, παγώνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παχνῶ / οῦμαι «παγώνω»] … Dictionary of Greek
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυσταλλώνω — και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, όω) [κρύσταλλος] μέσ. κρυσταλλοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ. β. «εύρε δ αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)… … Dictionary of Greek
πάγωμα — το [παγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα τού νερού») 2. ταπείνωση τής θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη 3. μτφ. α) πράξη… … Dictionary of Greek
συναποπήγνυμαι — Μ παγώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπήγνυμαι «παγώνω, πήζω»] … Dictionary of Greek