Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παίξω

См. также в других словарях:

  • παίξω — παίζω play like a child aor subj act 1st sg παίζω play like a child fut ind act 1st sg παίζω play like a child aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψάλλω — (Α) 1. επιτατικό τού ψάλλω* 2. (με αιτ.) δοκιμάζω ένα όργανο προτού παίξω δημόσια («οὔτε κιθαρῳδὸς εἰς μέσον ἔρχεται πρὶν καἰ σχολῇ διαψήλῃ τὴν λύραν», Ιμέριος) …   Dictionary of Greek

  • εμφορβιούμαι — ἐμφορβιοῡμαι ( όομαι) (Α) [φορβ(ε)ιά] τοποθετώ περιστόμιο για να παίξω αυλό (όπως έκαναν οι αυλητές) …   Dictionary of Greek

  • επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… …   Dictionary of Greek

  • πεσσείω — και πεττειῶ Α [πεσσείον] θέλω να παίξω πεσσούς …   Dictionary of Greek

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιχνιδίζω — παιχνίδισα, κουνιέμαι πέρα δώθε, σαλεύω με διάθεση να παίξω: Τα μάτια του μωρού παιχνιδίζουν μπροστά στο αναμμένο κερί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»