-
1 абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] εκ. ισχυρός, πολύ δρασηκός
[σίλ'νυϊ] εκ. δυνατός, έντονοςРусско-греческий новый словарь > абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] εκ. ισχυρός, πολύ δρασηκός
-
2 абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] επ ισχυρός, πολύ δρασηκός
[σίλ'νυϊ] επ δυνατός, έντονοςРусско-эллинский словарь > абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] επ ισχυρός, πολύ δρασηκός
-
3 très
πολύ -
4 velice
πολύ -
5 greatly
πολύ -
6 very
πολύ -
7 высокоразвитый
(πολύ) ανεπτυγμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высокоразвитый
-
8 büsbulanık
πολύ θολός, πολύ θαμπός -
9 полиметаллический
πολύ μεταλλικός, αυτός που περιέχει πολλά είδη μετάλλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полиметаллический
-
10 dapdar
πολύ στενός -
11 daracık
πολύ στενός -
12 inekleme
πολύ διάβασμα -
13 kopkoyu
πολύ σκούρος -
14 yamyaş
πολύ υγρός, μούσκεμα, μουσιαδι. -
15 много
επίρ.1. πολύ•он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•
много лет πολλά χρόνια•
вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•
много лучше πολύ καλύτερα.
|| (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•так много ? τόσο πολύ;•
много ли? πολύ; (ποσό).
2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•
он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•
не очень много όχι πάρα πολύ•
слишком много πάρα πολύ.
3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.
εκφρ.по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. -
16 гораздо
гораздо πολύ πιο \гораздо боль ший πολύ πιο μεγάλος \гораздо больше πολύ περισσότερα \гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα \гораздо меньше πολύ (πιο) λιγότε ρα \гораздо хуже πολύ (πιο) χει ρότερα* * *гора́здо бо́льший — πολύ πιο μεγάλος
гора́здо бо́льше — πολύ περισσότερα
гора́здо лу́чше — πολύ (πιο) καλύτερα
гора́здо ме́ньше — πολύ (πιο) λιγότερα
гора́здо ху́же — πολύ (πιο) χειρότερα
-
17 далеко
κ. далеко1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.
2. ως κατηγ. είναι μακριά•до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•
ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.
3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.
εκφρ.далеко за... – α) αργά, πάρωρα•далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•далеко не – καθόλου διόλου•далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•далеко зайти – προχωρώ πολύ•выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια... -
18 очень
оченьнареч πολύ:\очень широкий πολύ φαρδύς· \очень чистый πεντακάθαρος, πολύ καθαρός· \очень хитрый παμπόνηρος· \очень мало πολύ λίγο· \очень много πάρα πολύ· \очень быстро πολύ γρήγορα· не \очень хорошо ὄχι πολύ καλά· не \очень ὄχι καί τόσο. -
19 невесть
επίρ. (απλ.)1. άγνωστο• ακατανόητο•невесть кто άγνωστο ποιος.
2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•невесть кто πολύ σημαντικός•
невесть что πολύ σημαντικό•
невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•
невесть сколько πάρα πολύ.
-
20 очень
επίρ.πολύ, λίαν•очень рано πολύ πρωί•
очень хорошо πολύ καλά•
очень чистый πολύ καθαρός•
очень большой πολύ μεγάλος•
очень и очень прошу вас σας παρακαλώ πάρα πολύ, σας θερμοπαρακαλώ•
очень люблю вас πολύ σας αγαπώ.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek