Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάνακες

См. также в других словарях:

  • πάνακες — πάνακες, τὸ (Α) ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πανακής, με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • πανακές — πανακής all healing masc/fem voc sg πανακής all healing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνακες — πάναξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • pánace — (Del gr. panax.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Opopónaco, planta umbelífera. (Opopanax chironium.) SINÓNIMO opopánax * * * pánace (del lat. «panӑces», del gr. «panakés»; Opoponax chironium) f. *Planta umbelífera de hojas de peciolo lanuginoso… …   Enciclopedia Universal

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • πάναξ — (pαnαx). Δικοτυλίδονο φυτό της οικογένειας των Αραλιιδών, που αριθμεί περίπου 6 είδη. Ευδοκιμεί σε εύκρατες χώρες του βορείου ημισφαιρίου, κυρίως της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Είναι πόα πολυετής, κονδυλόρριζη, με όρθιο βλαστό που έχει ένα… …   Dictionary of Greek

  • πανακίτης — πανακίτης, ὁ (Α) οίνος παρασκευασμένος από το φυτό πάνακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανακής + επίθημα ίτης] …   Dictionary of Greek

  • χειρώνειος — ον, Α [Χείρων, ωνος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.) 2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον» i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.) ii) είδος τού φυτού υπερικό… …   Dictionary of Greek

  • pánace — (Del lat. panăces, y este del gr. πανακές). f. Planta herbácea, vivaz, de la familia de las Umbelíferas, con tallo estriado, poco ramoso, velludo en la base, de uno a dos metros de altura, hojas de pecíolos lanuginosos, partidas en lóbulos… …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»