Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔρεσιν

См. также в других словарях:

  • οὔρεσιν — οὔ̱ρεσιν , ὄρος implement for pressing grapes neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHIRON — Centaurus Saturni, et Phillyrae, vel, ut Lactantius inquit, Pelopeae filius. Saturnus enim cum amaret Phillyram, Oceani filiam, eius concubitu usus est: sed interveniente Opecoviuge, confestim se vertit in equum, ne agnosci posset. Phillyra autem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πιτυρώδης — ῶδες, Α [πίτυρον] 1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής 2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος 3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • τηλόσε — Α επίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῡπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»