-
1 οξυδερκής
[оксидэркис] εκ. зоркий, проницательный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οξυδερκής
-
2 дальновидный
дальновидный 1) προνοητικός, προβλεπτικός, διορατικός 2) (проницательный ) οξυδερκής* * *1) προνοητικός, προβλεπτικός, διορατικό2) ( проницательный) οξυδερκής -
3 зоркий
-
4 проницательный
-
5 дальиовидный
дальиови́дн||ыйприл διορατικός, προνοητικός, προορατικός / ὁξυδερκής (проницательный):\дальиовидныйый человек ὁ ὁξυδερκής (или ὁ διορατικός) ἄνθρωπος. -
6 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
7 близорукий
близору́к||ийприл1. μύωπας [-ωψ], κοντόφθαλμος;2. перен μύωπας [-ωψ], ὁ μή ὁξυδερκής, ὁ μή διορατικός. -
8 догадливый
догад||ливыйприл ὁξυδερκής, διορατικός. -
9 зоркий
зорк||ийприл1. ὁξυδερκής, γερός (στήν δραση):\зоркийие глаза τά γερά μάτια·2. перен (проницательный) διορατικός, παρατηρητικός:\зоркий ум ὁ διορατικός νοῦς. -
10 прозорливый
прозорли́в||ыйприл διορατικός, ὁξυδερκής:\прозорливыйый ум τό διορατικό μυαλό. -
11 проницательный
проницательн||ыйприл ὁξυδερκής, διορατικός, διαπεραστικός:\проницательныйый взгляд τό διαπεραστικό βλέμμα· \проницательныйый ум ὁ διορατικός νοδς. -
12 ясновидящий
яснови́д||ящийприл ὁ ὁξυδερκής, διορατικός·2. м (о человеке) см. ясновидец. -
13 близорукий
επ., βρ: -рук, -а, -о1. μύωπας, κοντόφθαλμος•очки для -их ματογυάλια για τους μύωπες.
2. μτφ. μη οξυδερκής, μη διορατικός•политик близорукий πολιτικός κοντόφθαλμος.
-
14 глазастый
επ., βρ: -заст, -а, -о.1. βοϊβομάτης, βοώπης.2. οξυδερκής.3. (απλ.) χτυπητός στα μάτια, εντυπωσιακός•глазастый ситчик χτυπητό τσιτάκι.
-
15 дальний
επ..1. μακρινός•-ее расстояние μακρινή απόσταση•
-ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.
2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•-ие деревни απομακρυσμένα χωριά•
в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.
3. (γιά συγγένεια) μακρινός•дальний родственник μακρινός συγγενής•
они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•
-ее родство μακρινή συγγένεια.
4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•
он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.
εκφρ.без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές. -
16 дальновидный
επ.διορατικός, οξυδερκής, προβλεπτικός. -
17 дальнозоркий
επ., βρ: -рок, -рка, -ркоοξυδερκής• μακρύθωρος. -
18 зоркий
επ., βρ: зорок, зорка, зорко.1. οξυδερκής, μακρύθωρος.2. μτφ. διορατικός•-ум διορατικό μυαλό, διορατικός νους.
-
19 недальновидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ο μη οξυδερκης, μη διορατικός, μη αντιληπτικός• απρόβλεπτος, απρονόητος, μυωπικός•-ая политика κοντόφθαλμη πολιτική•
недальновидный человек απρονόητος άνθρωπος.
-
20 остроглазый
επ., βρ: -глаз, -а, -о.1. οξυδερκής.2. με ζωηρά ματιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀξυδερκής — sharp sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… … Dictionary of Greek
οξυδερκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, (από το οξύς και δέρκομαι=βλέπω) 1. αυτός που βλέπει πολύ καλά. 2. αυτός που έχει οξεία αντίληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξυδέρκης — ὀξυδερκέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκῆ — ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστερον — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial comp ὀξυδερκής sharp sighted masc acc comp sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκεστάτων — ὀξυδερκής sharp sighted fem gen superl pl ὀξυδερκής sharp sighted masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκές — ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem voc sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστατα — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial superl ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστατον — ὀξυδερκής sharp sighted masc acc superl sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκεστάτην — ὀξυδερκής sharp sighted fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)