-
21 политик
-а α.1. ο πολιτικός•дальновидный политик οξυδερκής πολιτικός•
разумный политик σώφρονας πολιτικός•
большой политик μεγάλος πολιτικός.
2. βλ. политзаключенный. -
22 прозорливец
-вца, -вица, -ы θ. διορατικός, -ή, οξυδερκής. -
23 прозорливый
επ., βρ: -лив, -а, -о (γραπ. λόγος)• διορατικός, οξυδερκής, νοήμονας•ум διορατικό μυαλό•
прозорливый человек διορατικός άνθρωπος.
-
24 проницательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оοξυδερκής, διορατικός διεισδυτικός. || έξυπνος, ευφυής. -
25 туман
туман 1-а (туману) α.1. ομίχλη, καταχνιά, αντάρα•заволакиваться -ом σκεπάζομαι απο ομίχλη, ανταριάζω.
2. μτφ. θολούρα, θάμβος των ματιών. || μτφ. ασάφεια πνευματική, συσκότιση, θόλωμα• αοριστία, αβεβαιότητα•туман будущего αβεβαιότητα για το μέλλον.
εκφρ.туман в глазах у кого – έχει θολούρα, ασάφεια, δεν είναι οξυδερκής, δε βλέπει μακριά διανοητικά•туман в голове у кого – έχει θολούρα στο κεφάλι κάποιος• (как) в -е α) ασαφώς,αμυδρώς, θολά• ωχρά•помню как в -е – θυμούμαι αμυδρώς. β) στα τυφλά• αόριστα•напустить ή навести -у – θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω.туман 2κ. томан-а α.το τομάν, (παλαιό περσικό νόμισμα). -
26 ясновидец
-дца α. -ца -ы θ. οξυδερκής, διορατικός -ή. -
27 ясновидящий
επ.οξυδερκής, διορατικός.ουσ.βλ. ясновидец.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀξυδερκής — sharp sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… … Dictionary of Greek
οξυδερκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, (από το οξύς και δέρκομαι=βλέπω) 1. αυτός που βλέπει πολύ καλά. 2. αυτός που έχει οξεία αντίληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξυδέρκης — ὀξυδερκέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκῆ — ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστερον — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial comp ὀξυδερκής sharp sighted masc acc comp sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκεστάτων — ὀξυδερκής sharp sighted fem gen superl pl ὀξυδερκής sharp sighted masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκές — ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem voc sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστατα — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial superl ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστατον — ὀξυδερκής sharp sighted masc acc superl sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκεστάτην — ὀξυδερκής sharp sighted fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)