Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ομαλός

  • 1 ομαλός

    [омалос] εκ. ровный, правильный, нормальный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομαλός

  • 2 гладкий

    гладкий λείος (полирован ный)' ίσιος, ομαλός, στρωτός (ровный)
    * * *
    λείος ( полированный); ίσιος, ομαλός, στρωτός ( ровный)

    Русско-греческий словарь > гладкий

  • 3 нормальный

    нормальный κανονικός, ομαλός· \нормальныйая температура η φυσιολογική θερμοκρασία
    * * *
    κανονικός, ομαλός

    норма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία

    Русско-греческий словарь > нормальный

  • 4 гладкий

    гладк||ий
    прил
    1. (ровный) λείος, ίσιος, ὁμαλός:
    \гладкийая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά \гладкийая стена ὁ γυμνός τοίχος· \гладкий лоб τό ἰσιο μέτωπο·
    2. перен (плавный) ὁμαλός, ρέων
    3. (холеный, сытый) разг καλοθρεμμένος, παχουλός· ◊ с него́ взятки \гладкийи разг δέν ἐχει νά βγεί τίποτε ἀπ' αὐτόν.

    Русско-новогреческий словарь > гладкий

  • 5 нормальней

    нормальней
    прил
    1. κανονικός, τακτικός, ὁμαλός:
    \нормальнейая температура ἡ κανονική θερμοκρασία· \нормальнейые условия οἱ ὁμαλές συνθήκες· прийти в \нормальнейое состояние συνέρχομαι, Ερχομαι στά συγκαλά μου·
    2. (психически здоровый) ὁμαλός.

    Русско-новогреческий словарь > нормальней

  • 6 ровный

    ровн||ый
    прил
    1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:
    \ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·
    2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·
    3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·
    4. (равномерный, плавный) κανονικός:
    \ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·
    5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:
    \ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ровный

  • 7 гладкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко.
    1. ομαλός, λείος, ίσιος, γλιστερός•

    -ая1 поверхность λεία επιφάνεια.

    || ευθύς, ίσιος•

    -ие волосы ίσια μαλλιά (όχι κατσαρά).

    || απλό κόψιμο•

    -ое платье απλό φόρεμα, μονόχρωμο, χωρίς σχέδια.

    2. μτφ. ρέων, ομαλός (για στίχους, λόγο κ.τ.τ.).
    3. (απλ.) καλοθρεμμένος, καλοζωισμένος.
    εκφρ.
    с него взятки гладки – απ αυτόν δε βγάζεις (δεν παίρνεις) τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > гладкий

  • 8 покатый

    επ.
    επικλινής• ομαλός•

    покатый спуск ομαλός κατήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > покатый

  • 9 уезженный

    επ. από μτχ.
    ομαλός, ίσιος από τις διαδρομές αμαξιών•

    -ая дорога ομαλός δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > уезженный

  • 10 гладкий

    λείος, ομαλός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гладкий

  • 11 плоский

    плоск||ий
    прил
    1. ἐπίπεδος, ὁμαλός, ἰσιος:
    \плоскийая поверхность ἡ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια·
    2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:
    \плоскийая тарелка τό ρηχό πιάτο·
    3. (пошлый) κρύος, σαχλός.

    Русско-новогреческий словарь > плоский

  • 12 правильный

    правильн||ый
    прил
    1. (верный) σωστός, ὁρθός, ἀκριβής:
    \правильныйое решение ἡ σωστή ἀπόφαση
    2. (закономерный, регулярный) κανονικός, τακτικός, ἀρμονικός:
    через \правильныйые промежу́тки времени κατά κανονικά χρονικά διαστήματα· \правильныйый глаго́л грам. τό ὀμαλόν ρήμα·
    3. мат ὁμαλός· ◊ \правильныйые черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά.

    Русско-новогреческий словарь > правильный

  • 13 равномерный

    равномерн||ый
    прил ἰσόμετρος, ὁμαλός:
    \равномерныйое движение физ. ἡ ὁμαλή κίνηση.

    Русско-новогреческий словарь > равномерный

  • 14 ровный

    [ρόβνυΐ] εκ. ομαλός, ίσιος

    Русско-греческий новый словарь > ровный

  • 15 ровный

    [ρόβνυϊ] επ ομαλός, ίσιος

    Русско-эллинский словарь > ровный

  • 16 ладный

    επ., βρ: -ден, -дни, -дно.
    1. καλός, κανονικός• ομαλός. || καλοφτιαγμένος, κομψός.
    2. διορθωμένος, επισκευασμένος.
    3. (απλ.) δραστήριος, ενεργητικός.
    4. (απλ.) μονιασμένος, ομόψυχος, ομόγνωμος.
    5. αρμονικός, σύμφωνος.

    Большой русско-греческий словарь > ладный

  • 17 мягкий

    επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;
    1. μαλακός, απαλός•

    мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•

    мягкий хлеб μαλακό ψωμί•

    -ое железо μαλακό σίδερο.

    2. τρυφερός, αβρός•

    -ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.

    || σιγανός ήσυχος ελαφρός.
    3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.
    4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•

    мягкий климат ήπιο κλίμα•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.

    5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•

    мягкий человек μαλακός άνθρωπος.

    εκφρ.
    - ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•
    - ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)
    - ие складки – φυσικές δίπλες•
    - ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα.

    Большой русско-греческий словарь > мягкий

  • 18 настильный

    επ.
    1. επιστρωμένος•

    -ая дорога επιστρωμένος δρόμος.

    2. (στρατ.) στρωτός•

    огонь στρωτά πυρά (χαμηλού ύψους).

    3. (αθλτ.) ομαλός.

    Большой русско-греческий словарь > настильный

  • 19 нормальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. κανονικός, ομαλός, στρωτός φυσικός, φυσιολογικός•

    -ая температура κανονική θερμοκρασία•

    нормальный рост κανονικό ανάστημα•

    при -ых условиях με ή σε κανονικές συνθήκες.

    2. σώος (τας φρένας), ισορροπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > нормальный

  • 20 округлый

    επ., βρ: округл, -а, -о.
    1. στρογγυλός• κυκλοτερής•

    округлый почерк στρογγυλή γραφή.

    || (για κινήσεις) ομαλός, αργός, σιγανός•

    округлый жест ομαλή χειρονομία.

    2. μτφ. ολοκληρωμένος, αποπερατωμένος, πλήρης.

    Большой русско-греческий словарь > округлый

См. также в других словарях:

  • ὁμαλός — even masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… …   Dictionary of Greek

  • ομαλός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει ανωμαλίες στην επιφάνειά του, επίπεδος, ίσιος (αντίθ. ανώμαλος). 2. μτφ., κανονικός, σύμμετρος, ήρεμος: Ομαλή διεξαγωγή εργασιών. 3. (γραμμ.) ο σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες: Ομαλή κλίση. – Ομαλό ρήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμαλά — ὁμαλός even neut nom/voc/acc pl ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc/acc dual ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλώτερον — ὁμαλός even adverbial comp ὁμαλός even masc acc comp sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλωτάτων — ὁμαλός even fem gen superl pl ὁμαλός even masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλωτέρων — ὁμαλός even fem gen comp pl ὁμαλός even masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλόν — ὁμαλός even masc acc sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλώτατον — ὁμαλός even masc acc superl sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλαῖς — ὁμαλός even fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλαῖσι — ὁμαλός even fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»