-
1 κανονικός
[каноникос] εκ. упорядоченный, регулярный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κανονικός
-
2 правильный
1. (основанный на правилах) σωστός, ορθός 2. (соответствующий правилам, установленному порядку, требованиям) κανονικός, σωστός 3 (верный, истинный, соответствующий действительности, точный, безошибочный) πραγματικός, αληθινός, γνήσιος 4 (соответствующий действительным потребностям, приводящий к нужным результатам) πραγματικός, σωστός 5. (равномерный, ритмичный) ρυθμικός, κανονικός 6. (удовлетворяющий правилам пропорции и симметрии) συμμετρικός 7. мат. κανονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильный
-
3 нормальный
нормальный κανονικός, ομαλός· \нормальныйая температура η φυσιολογική θερμοκρασία* * *κανονικός, ομαλόςнорма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία
-
4 очередной
очередной 1) επόμενος, προσεχής 2) (о съезде и т. η.) τακτικός, κανονικός* * *1) επόμενος, προσεχής2) (о съезде и т. п.) τακτικός, κανονικός -
5 правильный
правильный 1) σωστός, ορθός 2) (регулярный ) κανονικός* * *1) σωστός, ορθός2) ( регулярный) κανονικός -
6 регулярный
регулярный ταχτικός, κανονικός; \регулярныйая армия о ταχτικός (или μόνιμος) στρατός* * *ταχτικός, κανονικόςрегуля́рная а́рмия — ο ταχτικός ( или μόνιμος) στρατός
-
7 ровный
ровн||ыйприл1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:\ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·4. (равномерный, плавный) κανονικός:\ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:\ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε. -
8 перебойный
επ.με διακοπές, με διαλείψεις• ανώμαλος, έκρυθμος, μη κανονικός•-ое снабжение ο μή κανονικός εφοδιασμός.
-
9 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
10 ненормально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненормально
-
11 нормальный
(об объёме, давлении и т.п.) κανονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нормальный
-
12 пар
ο ατμ/ός"генерировать - παράγω - όвлажный - ένυδρος -, υγρός -- υπό πίεση, μη αποτονωμένος -отработанный - εκτονωμένος -, νεκρός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пар
-
13 регулярность
η τακτικότητα, η κανονικότητα-ый κανονικός, τακτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулярность
-
14 мерный
мерныйприл (размеренный) ρυθμικός, κανονικός. -
15 нормальней
нормальнейприл1. κανονικός, τακτικός, ὁμαλός:\нормальнейая температура ἡ κανονική θερμοκρασία· \нормальнейые условия οἱ ὁμαλές συνθήκες· прийти в \нормальнейое состояние συνέρχομαι, Ερχομαι στά συγκαλά μου·2. (психически здоровый) ὁμαλός. -
16 очередной
очередн||ойприл1. (стоящий на очереди) ἀμεσος:\очереднойа́я задача τό ἀμεσο καθήκον2. (следующий, ближайший) ἐπόμενος, προσεχής·3. (обычный) τακτικός/ νέος, κανονικός (повторяющийся, возникающий время от времени):\очередной отпуск ἡ κανονική ἀδεια ἀναπαύσεως· \очередной скандал ἀλλο ἕνα σκάνδαλο· состоялся \очередной пленум συνήλθε ἡ τακτική ὁλομέλεια. -
17 перебой
перебо||йм \. (в работе и т. п.) ἡ διακοπή:\перебойи в снабжении ὁ μή κανονικός ἐφοδιασμός·2. мед. ἡ ἀρρυθμία, ἡ διάλειψις:пульс с \перебойями ὁ ἀνώμαλος σφυγμός. -
18 правильный
правильн||ыйприл1. (верный) σωστός, ὁρθός, ἀκριβής:\правильныйое решение ἡ σωστή ἀπόφαση2. (закономерный, регулярный) κανονικός, τακτικός, ἀρμονικός:через \правильныйые промежу́тки времени κατά κανονικά χρονικά διαστήματα· \правильныйый глаго́л грам. τό ὀμαλόν ρήμα·3. мат ὁμαλός· ◊ \правильныйые черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά. -
19 пульс
пульсм ὁ σφυγμός:ровный \пульс ὁ κανονικός σφυγμός· щупать \пульс ἐξετάζω τό σφυγμό. -
20 размеренный
размеренн||ый1. прич. от размерять·2. прил κανονικός, ρυθμικός/ σπουδαίος, σοβαρός (важный, степенный)', \размеренный шаг τό ρυθμικό βήμά \размеренныйые движения οἱ ρυθμικές κινήσεις.
См. также в других словарях:
κανονικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα: Αυτός είναι ο κανονικός σχηματισμός του ρήματος. 2. συμμετρικός, φυσιολογικός, ομαλός: Έχει κανονικό σώμα. 3. τακτικός: Θα σε επισκεφτώ στην κανονική ώρα λειτουργίας του γραφείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανονικά — κανονικός of neut nom/voc/acc pl κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc/acc dual κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικώτερον — κανονικός of adverbial comp κανονικός of masc acc comp sg κανονικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικῶν — κανονικός of fem gen pl κανονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικόν — κανονικός of masc acc sg κανονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Каноник — (κανονικός): 1) в древней греческой церкви название священнослужителей, внесенных в список (κανων) или священный каталог епархии. От греков это название перешло в римскую и позже в англиканскую церкви, где им обозначается штатный… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κανονικαῖς — κανονικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικαί — κανονικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)