-
1 ξύνω
[ксино] р. чесать, крести, скоблить, соскабливать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξύνω
-
2 подшабривать
ξύνω, αποξέω (λίγο ή συμπληρωματικά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подшабривать
-
3 соскребать
ξύνω, αποξέω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соскребать
-
4 точить
точить (заострять) ακονίζω; \точить карандаш ξύνω το μολύβι* * *( заострять) ακονίζωточи́ть каранда́ш — ξύνω το μολύβι
-
5 чесать
чесать 1) ξύνω 2) (гребешком) χτενίζω \чесаться 1) ξύνομαι 2) (зудеть ) έχω φαγούρα* * *1) ξύνω2) ( гребешком) χτενίζω -
6 чинить
I чинить Ι 1) (επι)διορθώνω. επισκευάζω; μπαλώνω (штопать ) 2) (карандаш ) ξύνω II чинить II (устраивать) δημιουργώ; \чинить препятствия προξενώ εμπόδια* * *I2) ( карандаш) ξύνωII( устраивать) δημιουργώчини́ть препя́тствия — προξενώ εμπόδια
-
7 заострить
заостритьсов, заострять несов1. ἀκονίζω, τροχίζω, (ό)ξύνω:\заострить карандаш ξύνω τό μολύβι·2. перен ὁξύνω, τονίζω:\заострить вопрос τονίζω τό ζήτημα· \заострить внимание ἐφιστώ τήν προσοχή. -
8 соскабливать
соскабливатьнесов ἀποξέω, ξύνω, ἀποξύω, βγάζω ξύνοντας:\соскабливать грязь ξύνω τή λάσπη. -
9 доскоблить
-скобли, -скоблишьρ.σ.μ.αποξύνω, αποξέω, τελειώνω το ξύσιμο• ξύνω ως•он -лил до дыр αυτός έξυσε ώσπου τρύπησε.
ξύνω ως. -
10 заскрести
-
11 заточить
заточить 1-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ. παλ. κλείνω στη φυλακή, στο μοναστήρι κ.τ.τ.заточить 2-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω. || ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•-карандаш ξύνω το μολύβι.
2. αρχίζω να τροχίζω, να ακονίζω. -
12 зачинить
-иню, -йнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачиненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ.επιδιορθώνω, επισκευάζω, μαστορεύω, μερεμετίζω•зачинить брюки επιδιορθώνω το παντελόνι.
|| κάνω τι αιχμηρό, ξύνω•зачинить карандаш ξύνω το μολύβι.
-
13 наскрести
-ебу, -ебёшь, παρλθ. χρ. наскрёб, -ебла, -ебло, μτχ. παρλθ. χρ. наскрёбший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наскребённый, βρ: -бён, -бена, -беноρ.σ.μ.1. (απο)ξύνω, μαζεύω, περισυλλέγω•наскрести со сковороды ξύνω το τηγάνι.
2. μτφ. εξοικονομώ αποταμιεύω•деньги на поездку κάνω οικονομίες για το ταξίδι.
-
14 начесать
-ещу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. начёсанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαίνω, λαναρίζω.2. καλύπτω χτενίζοντας (μέτωπο, αυτιά κ.τ.τ.).3. (για δέρμα) γρατσουνίζω. || ξύνω•начесать до крови щёку ξύνω το μάγουλο ώσπου να ματώσει.
ξαίνομαι. -
15 начинить
начинить 1-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начиннёный, βρ: -нён, -нено, -нено, ρ.σ.μ.1. (μαγρ.) παραγεμίζω•начинить пирожки мясом παραγεμίζω πιροσκί με κρέας.
|| γεμίζω•начинить патрон порохом γεμίζω τον κάλυκα με μπαρούτη.
2. μτφ. παρέχω, δίνω, εφοδιάζω με γνώσεις, πλη» ροφορίες κ.τ.τ.начинить 2-чинишь, ρ.σ.μ.(με ποσοτική σημ.) επιδιορθώνω. || ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•начинить много карандашей ξύνω πολλά μολυβιά.
-
16 отковырять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отковырянный, βρ: -рян, -а, -оξύνω, σκαλίζω•, отковырять штукатуру ξύνω το σοβά. -
17 очинить
-иню, -йнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очинённый, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ.ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•очинить карандаш ξύνω το μολύβι.
-
18 скоблить
скоблю, скоблишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скобленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.ξύνω, αποξύνω•скоблить бревно скобблем ξεφλουδίζω τον κορμό όέντρου με τον αποφλοιωτήρα•
стол ножом ξύνω το τραπέζι με το μαχαίρι.
|| ξυρίζω.ξεφλουδίζομαι, ξύνομαι. -
19 скрести
скребу, скребшь, παρλθ. χρ. скрб, скребла, -ло ρ.δ.1. ξύνω, αποξέω• ροκανίζω, γριτσανίζω.2. μτφ. βασανίζω, κατατρύχω• τύπτω• τρώγω.εκφρ.на душе ή на сердце кошки -бут; -бт на душе ή на сердце – με τρώει το σαράκι στην καρδιά (με κατατρύχει).ξύνω• γριτσανίζω• ροκανίζω•собака за дверью -бётся το σκυλί στην πόρτα γριτσανίζει•
в углу мышь -бётся στη γωνία ποντίκι γριτσανίζει.
-
20 соскрести
ρ.σ.ξύνω, αποξέω, βγάζω, καθαρίζω•соскрести грязь с тротуара ξύνω τις λάσπες από το πεζοδρόμιο.
См. также в других словарях:
ξυνώ — ξυνῶ, όω (Α) [ξυνός] 1. κάνω κάτι κοινό, μεταδίδω («ξυνῶ τινα ἀνίῃ», Νόνν.) 2. μεταβιβάζω … Dictionary of Greek
ξύνω — ξύνω, έξυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξύνω — έξυσα, ξύθηκα και ξύστηκα, ξυμένος και ο ξυσμένος 1. τρίβω με τα νύχια επιφάνεια, δέρμα: Άρχισε να σκέπτεται ξύνοντας το κεφάλι του. 2. αφαιρώ από επιφάνεια κάτι: Κι άξαφνα του τοίχου τ ασβεστόχρισμα θα ξυστεί, θα πέσει ολόγυρά μου (Δροσίνης). 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνῶ — ξῡνῶ , ξυνός common masc/neut gen sg (doric aeolic) ξυνόω cause to participate pres subj act 1st sg ξυνόω cause to participate pres ind act 1st sg σύνειμι 1 sum pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνίημι bring aor subj act 1st sg συνίημι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνῷ — ξῡνῷ , ξυνός common masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνω — ξυνόω cause to participate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ξυνόω cause to participate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Herakleitos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Heraklit — in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura, Vatikan Heraklit von Ephesos (griechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος Herákleitos ho … Deutsch Wikipedia