-
21 сцарапать
ρ.σ.μ. ξύνω•сцарапать краску ξύνω τη μπογιά.
-
22 точить
точить 1точу, точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. точенный βρ: -чен, -а, -оρ.δ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω•точить косу τροχίζω την κοσιά•
точить бритву ακονίζω το ξυράφι.
|| ξύνω•точить карандаш ξύνω το μολυβί.
2. τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. || κατασκευάζω, σκαλίζω, λαξεύω.3. (για έντομα) φθείρω, τρώγω, τρυπώ.4. μτφ. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.5. μαλώνω διαρκώς.εκφρ.точить нож на кого – σκευωρώ εναντίον κάποιου, σκέτομαι να βλάψω κάποιον•червь -ит его – τον τρώει το σαράκι (τον κατατρύχει η σκέψη, η ιδέα).1. τροχίζομαι, ακονίζομαι.2. τορνεύομαι. || κατασκευάζομαι, πελεκιέμαι.точить 2точу, точишь ρ.δ.μ. παλ. χύνω•точить слёзы χύνω δάκρυα•
точить кровь χύνω αίμα.
|| διαχέω, σκορπώ•точить свет διαχέω φως.
χύνομαι. || διαχέομαι. -
23 чесать
чешу, чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чесанный, βρ: -сан, -а, -оρ.δ.1. ξύνω (για να μαλακώσει η φαγούρα).2. χτενίζω•чесать волосы χτενίζω τα μαλλιά.
3. ξαίνω, λαναρίζω.4. (εκ)καθαρίζω•чесать хлопок καθαρίζω το βαμπάκι.
εκφρ.чесать затылок ή в затылке – ξύνω το κεφάλι (για σκέψη, αμηχανία).1. ξύνομαι•он ходит и -ется αυτός βαδίζει και ξύνεται.
2. με τρώει•тело моё -ется το κορμί μου με τρώει (θέλει ξύσιμο).
3. χτενίζομαι.4. ξαίνομαι, λαναρίζομαι. -
24 чинить
чинить 1чиню, чинишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чиненный βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ.1. επιδιορθώνω, επισκευάζω•чинить часы επιδιορθώνω το ωρολόγι.
2. ξύνω, κάνω κάτι αιχμηρό•чинить карандаш ξύνω το μολύβι.
3. παραγεμίζω, • μαγειρεύω παραγεμιστό.επιδιορθώνομαι, επισκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.чинить 2-нго, -нишьρ.δ.μ. (γραπ. λόγος)• προξενώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω•чинить беззакония κάνω παρανομίες, παρανομώ•
чинить препятствия δημιουργώ (βάζω) εμπόδια.
1. προξενούμαι, δημιουργούμαι, γίνομαι• διαπράττομαι.2. παλ. συστέλλομαι, ντρέπομαι• κάνω καμώματα. -
25 скоблить
αποξέω, ξύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скоблить
-
26 царапать
σκαλίζω, ξύνω, γρατσουνάω-ина η αμυχή, η γρατσουνιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > царапать
-
27 чинар(а) см платан восточный
1. (устранять неисправность, делать годным для употребления) επισκευάζω 2. (делать острым конец чего-л.) κάνω αιχμηρόξύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чинар(а) см платан восточный
-
28 чинить
1. (устранять неисправность, делать годным для употребления) επισκευάζω 2. (делать острым конец чего-л.) κάνω αιχμηρόξύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чинить
-
29 шабрение
η ξέση, η απόξεση-ить ξύνω, αποξέωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шабрение
-
30 бередить
бередитьнесов ἐρεθίζω:\бередить рану прям., перен ξανανοίγω τήν πληγή, ξύνω τήν πληγή. -
31 выковыривать
выковыриватьнесов, выковырять сов ξύνω, σκαλίζω. -
32 наскребать
наскребатьнесов, наскрести сов прям., перен περισυλλέγω, συμμαζεύω, ξύνω. -
33 оттачивать
оттачиватьнесов1. ἀκονίζω, τροχίζω, ἀκονώ/ ὀξύνω (заострять):\оттачивать топо́р ἀκονίζω τό τσεκούρι· \оттачивать оружие ἀκονίζω τά ὀπλα· \оттачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. перен (стиль) τορνεύω. -
34 подтачивать
подтачиватьнесов1. ἀκονίζω, ἀκονῶ λιγάκι:\подтачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (разъедать, повреждать) περιτρώγω, ροκανίζω, διαβιβρώσκω·3. перен (здоровье, силы) φθείρω, λυώνω. -
35 расковыривать
расковыриватьнесов, расковырять сов σκαλίζω, ἀνοίγω/ ἀποξέω, τσουγκρα-νίζω, ξύνω (расцарапывать). -
36 растревожить
растревожитьсов1. βάζω σέ ἀνησυχία, ἀνησυχώ (μετ.), ἀναστατώνω·2. прям., перен (причинить боль) разг ξύνω πα-ληά πληγή. -
37 расчесывать
расчесыватьнесов1. (волосы) χτενίζω, κτενίζω·2. (лен, шерсть) ξαίνω, λανα-ρίζω·3. (раздирать кожу) ξύνω, γρατσουνίζω. -
38 скоблить
скоблитьнесоз. ἀποξέω, (ά*-ο)ξύω, ξύνω μέ μαχαίρι. -
39 скрести
скрестинесов (ἀπο)ξύνω, ἀποξέω. -
40 скрестись
скрести||сьξύνω, ρο(υ)κανίζω.
См. также в других словарях:
ξυνώ — ξυνῶ, όω (Α) [ξυνός] 1. κάνω κάτι κοινό, μεταδίδω («ξυνῶ τινα ἀνίῃ», Νόνν.) 2. μεταβιβάζω … Dictionary of Greek
ξύνω — ξύνω, έξυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξύνω — έξυσα, ξύθηκα και ξύστηκα, ξυμένος και ο ξυσμένος 1. τρίβω με τα νύχια επιφάνεια, δέρμα: Άρχισε να σκέπτεται ξύνοντας το κεφάλι του. 2. αφαιρώ από επιφάνεια κάτι: Κι άξαφνα του τοίχου τ ασβεστόχρισμα θα ξυστεί, θα πέσει ολόγυρά μου (Δροσίνης). 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνῶ — ξῡνῶ , ξυνός common masc/neut gen sg (doric aeolic) ξυνόω cause to participate pres subj act 1st sg ξυνόω cause to participate pres ind act 1st sg σύνειμι 1 sum pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνίημι bring aor subj act 1st sg συνίημι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνῷ — ξῡνῷ , ξυνός common masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνω — ξυνόω cause to participate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ξυνόω cause to participate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Herakleitos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Heraklit — in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura, Vatikan Heraklit von Ephesos (griechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος Herákleitos ho … Deutsch Wikipedia