-
1 ξυγγνωμη
ἥ1) извинение, прощение(συγγνώμην αἰτεῖσθαι Plat.)
συγγνώμην ἁμαρτεῖν λαμβάνεσθαι Thuc. — быть прощенным за свои проступки;κακέ μὲν αὐτῇ γ΄, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει Soph. — (судьба) жестока к ней, но (зато) несет и прощение;οἷς πολλέ δοκεῖ σ. εἶναι Plat. — им, думается, вполне простительно2) снисходительность, уступчивость(περί τι Arst.)
3) позволение, разрешение(κατὰ συγγνώμην NT.)
-
2 ξυγγνώμη
συγγνώμηfellow-feeling: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
ξυγγνώμη — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek