Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεριζώνω

См. также в других словарях:

  • ξεριζώνω — ξεριζώνω, ξερίζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι …   Dictionary of Greek

  • ξεριζώνω — ξερίζωσα, ξεριζώθηκα, ξεριζωμένος 1. βγάζω φυτό ή δέντρο με τις ρίζες του: Φέτος το ξεριζώσαμε το αμπέλι μας. 2. μτφ., καταστρέφω, αφανίζω: Ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός του Πόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαμπελώνω — ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων, μεταβάλλω αμπελώνα σε αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αμπέλι] …   Dictionary of Greek

  • ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] …   Dictionary of Greek

  • ξεχορταριάζω — ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χορταριάζω] …   Dictionary of Greek

  • σουρομαδώ — ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εκριζώνω — και ξεριζώνω (AM ἐκριζῶ, όω) 1. αποσπώ κάτι από τη ρίζα, ξεριζώνω 2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω («ο ελληνισμός τής Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε») …   Dictionary of Greek

  • προαπορριζώ — όω, Α ξεριζώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναπορριζώ — Μ ξεριζώνω κάτι μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»