-
1 ξεριζώνω
[ксэризоно] р. выкорчевывать, вырывать с корнем.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεριζώνω
-
2 корчевать
ξεριζώνω, εκριζώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корчевать
-
3 раскорчевать
ξεριζώνω, εκριζώνω-ка το ξερίζωμα, η εκρίζωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскорчевать
-
4 рвать
рвать I1 несов1. (на части) (ξε)σχίζω/ κόβω (нить, веревку)·2. (срывать) κόβω, μαδώ:\рвать траву́ κόβω χόρτα· \рвать цветы κόβω λουλούδια·3. (выдергивать) βγάζω, ξεριζώνω:\рвать зубы βγάζω (или ξεριζώνω) τά δόντια· \рвать с корнем ξεριζώνω· \рвать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια·4. перен (прекращать) διακόπτω, κόβω:\рвать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· ◊ \рвать и метать разг εἶμαι ἐξω φρενών, εἶμαι Εξαλλος· \рвать на себе волосы τραβώ τά μαλλιά μου.рвать IIнесов безл (о рвоте) ξερνώ:его́ рвет τοῦ ἐρχεται ἐμετός, κάνει ἐμετό. -
5 вырвать
вырвать 1) (выхватить) αποσπώ, αρπάζω 2) (извлечь) βγάζω· ξεριζώνω (с корнем)· \вырвать зуб βγάζω το δόντι μου* * *1) ( выхватить) αποσπώ, αρπάζωвы́рвать зуб — βγάζω το δόντι μου
-
6 выдергивать
выдергиватьнесов ξεριζώνω, ἐξάγω, τραβῶ, βγάζω, ἀποσπώ:\выдергивать гвоздь βγάζω τό καρφί· \выдергивать зуб ξεριζώνω τό δόντι, βγάζω τό δόντι. -
7 выворотить
-рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывороченный, -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ• σπάζω•выворотить камень из земли βγάζω ριζιμιό από τη γη•
выворотить деревьев ξεριζώνω τα δέντρα.
2. βλ. вывернуть (1, 2 σημ.).3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω.1. αποσπώμαι., εξάγομαι, βγαίνω, ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι.2. αναστρέφομαι. -
8 выполоть
-лю, -лешьρ.σ.μ.ξεριζώνω, εκριζώνω• καθαρίζω από τα ζιζάνια•выполоть траву ξεριζώνω τα χόρτα•
выполоть гряды καθαρίζω τις βραγιές από τα ζιζάνια.
-
9 надёргать
ρ.σ.μ.1. (με ποσοτική σημ.) ξεριζώνω, τραβώ, βγάζω•надёргать много льна ξεριζώνω πολύ λινάρι.
2. μτφ. βγάζω αδέξια, δεν κάνω καλή επιλογή•надёргать цитат, примеров δεν κάνω καλή επιλογή συγγραφικών αποσπασμάτων,παραδειγμάτων.
-
10 накорчевать
-чую, -чуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накорчванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.ξεριζώνω•накорчевать пней ξεριζώνω πρέμνα.
-
11 теребить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. теребленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.δ.μ.1. εγγίζω με τα δάχτυλα. || τραβώ, τινάζω•теребить кого за плечо τραβώ κάποιον από τον ώμο.
2. μτφ. ενοχλώ.3. ξεριζώνω•теребить лн ξεριζώνω το λινάρι.
1. τραβιέμαι, τινάζομαι.2. ξεριζώνομαι. -
12 выдёргивать
(о гвозде и т.п.) εξάγω, βγάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выдёргивать
-
13 выкорчёвывание
η εκρίζωση-ть ξεριζώνω, εκριζώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выкорчёвывание
-
14 вырывать
I. 1. (рыть) (εκ)σκάβω 2. (уда-лять силой) ξεριζώνω, αποσπώ, βγάζω 3. (выхватывать) τραβώ, παίρνω 4. (вынуж-дать, добиваться чего-л. от кого-л.) αποσπώ. II.(тошнить) κάνω εμετό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырывать
-
15 волос
волосм ἡ τρίχα, τό μαλλί:вьющиеся \волосы τά σγουρά (или τά κατσαρά) μαλλιά· конский \волос ἡ ἀλογότριχα· ◊ краснеть до корией волос γίνομαι κατακόκκινος· \волосы становятся ды́бом σηκώνεται ἡ τρίχα μου· рвать на себе \волосы τραβώ (или ξεριζώνω) τά μαλλιά μου· ни на волос разг ὁὔτε τόσο δα. -
16 выкорчевать
выкорчеватьсов, выкорчевывать несов1. ξεριζώνω, ἐκριζώνω·2. перен ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω, ξεκληρίζω, ἀφανίζω. -
17 вырывать
вырывать Iнесов прям., перен ἀποσπώ/ξεριζώνω (с корнем):\вырывать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια· \вырывать зуб βγάζω ἕνα δόντι, ἐξάγω ὁδόντα· \вырывать листок нз блокнота κόβω ἕνα φύλλο ἀπό τό σημειωματάριο· \вырывать признание ἀποσπώ ὁμολογία.вырывать IIнесов безл (о рвоте) ξερνῶ, κάνω ἐμετό, ἐμῶ.вырывать IIIнесов1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω λάκκο· 2, (откопать что-л.) ξεθάβω, ξεχώνω. -
18 вытаскивать
вытаскиватьнесов1. (выносить) βγάζω ἔξω, ἐξάγω·2. (выдергивать) ἀποσπῶ, ξεριζώνω, βγάζω, ἀρπάζω·3. (красть) κλέβω, σουφρώνω. -
19 вытравить
вытравитьсов, вытравлять несов1. (истреблять) ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω/ ἐξαλείφω, βγάζω (пятно):\вытравить плод мед. καταστρέφω τό Εμβρυο, κάνω ἀποβολή, κάνω ἐκτρωση·2. (надпись, рисунок и т. п.) χαράσσω (или ἐγκαίω) μέ νιτρικό ὀξύ·3. (производить потраву) καταπατώ, τσαλαπατώ, καταστρέφω·4. перен (искоренять) ἐξαφανίζω, ξεριζώνω. -
20 вытягивать
вытягиватьнесов.1. (растягивать) ἐπιμηκύνω, ἐπεκτείνω/ τανύω, τεντώνω (резину, пружину)/ τραβώ, σύρω (проволоку)·2. (протягивать) τεντώνω, ἀπλώνω, τείνω, ἐκτείνω·3. (извлекать) τραβώ, βγάζω, ξεριζώνω.
См. также в других словарях:
ξεριζώνω — ξεριζώνω, ξερίζωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι … Dictionary of Greek
ξεριζώνω — ξερίζωσα, ξεριζώθηκα, ξεριζωμένος 1. βγάζω φυτό ή δέντρο με τις ρίζες του: Φέτος το ξεριζώσαμε το αμπέλι μας. 2. μτφ., καταστρέφω, αφανίζω: Ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός του Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαμπελώνω — ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων, μεταβάλλω αμπελώνα σε αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αμπέλι] … Dictionary of Greek
ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] … Dictionary of Greek
ξεχορταριάζω — ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χορταριάζω] … Dictionary of Greek
σουρομαδώ — ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… … Dictionary of Greek
εκριζώνω — και ξεριζώνω (AM ἐκριζῶ, όω) 1. αποσπώ κάτι από τη ρίζα, ξεριζώνω 2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω («ο ελληνισμός τής Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε») … Dictionary of Greek
προαπορριζώ — όω, Α ξεριζώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] … Dictionary of Greek
συναπορριζώ — Μ ξεριζώνω κάτι μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] … Dictionary of Greek