Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεριζώνω

  • 21 выцарапать

    выцарапать
    сов, выцарапывать несов разг
    1. (нацарапать) γρατσουνίζω·
    2. (ногтями) γδέρνω μέ τά νύχια, βγάζω, ξεριζώνω:
    \выцарапать кому-л. глаза βγάζω κάποιου τά μάτια·
    3. (добывать) разг κατορθώνω κάτι (μέ δυσκολία).

    Русско-новогреческий словарь > выцарапать

  • 22 дергать

    дерг||ать
    несов
    1. (за что-л.) τραβώ, σέρνω, σύρω·
    2. (выдергивать) ξεριζώνω, ἀποσπῶ, ἐκριζώνω·
    3. перец. (беспокоить) βασανίζω, ἐνοχλώ·
    4. беи. (о боли):
    у меня \дергатьает палец μέ σου· βλίζει τό δάκτυλο· ◊ \дергатьаться συσπώμαι τινάζομαι (при судорогах):
    у меня\дергатьает с я глаз παίζει τό μάτι μου.

    Русско-новогреческий словарь > дергать

  • 23 корчевать

    корчевать
    несов ξεριζώνω, ἐκριζω.

    Русско-новогреческий словарь > корчевать

  • 24 надергать

    надергать
    сов ξεριζώνω, βγάζω, μα· I ζεύω (ξεριζώνοντας):
    \надергать льну μαζεύω πολύ λινάρι· ◊ \надергать цитат разг μαζεύω τσιτάτα ἀπό δῶ κἰἀπό κεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > надергать

  • 25 срывать

    срыва||ть I
    несов
    1. ἀποσπῶ, ξεριζώνω, ἐκριζώ/ παίρνω (о ветре):
    ·\срывать· цветы δρέπω ἄνθη· \срывать маску с кого́-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον
    2. (гнев, раздражение и т. п.) ξεσπώ:
    \срывать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου, βγάζω τό ἄχτι μου πάνω σέ κάποιον
    3. (план, переговоры и т. п.) χαλνώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω· ◊ \срывать аплодисменты ἀποσπώ χειροκροτήματα· \срывать банк κερδίζω ὅλα τά χρήματα τής μπάγκας.
    срывать II
    несов κατεδαφίζω, γκρεμίζω:
    \срывать до основания γκρεμίζω ὁλότελα.

    Русско-новогреческий словарь > срывать

  • 26 теребить

    теребить
    несов,
    1. (лен) ξεριζώνω·
    2. перен (кого-л.) разг παρενοχλώ, σκοτίζω, ζαλίζω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > теребить

  • 27 выкорчевывать

    [βυκαρτσιόβυβατ'] ρ. ξεριζώνω

    Русско-греческий новый словарь > выкорчевывать

  • 28 вырывать

    [βυρυβάτ·] ρ. ξεριζώνω

    Русско-греческий новый словарь > вырывать

  • 29 корчевать

    [καρτσιβάτ'] ρ. ξεριζώνω

    Русско-греческий новый словарь > корчевать

  • 30 теребить

    [τιριμπίτ*] ρ. ξεριζώνω

    Русско-греческий новый словарь > теребить

  • 31 выкорчевывать

    [βυκαρτσιόβυβατ'] ρ ξεριζώνω

    Русско-эллинский словарь > выкорчевывать

  • 32 вырывать

    [βυρυβάτ·] ρ ξεριζώνω

    Русско-эллинский словарь > вырывать

  • 33 корчевать

    [καρτσιβάτ'] ρ ξεριζώνω

    Русско-эллинский словарь > корчевать

  • 34 теребить

    [τιριμπίτ'] ρ ξεριζώνω

    Русско-эллинский словарь > теребить

  • 35 выдернуть

    ρ.σ.μ. τραβώ έξω, βγάζω, εξάγω• αποσπώ• ξεριζώνω•

    выдернуть гвоздь βγάζω το καρφί•

    выдернуть зуб βγάζω το δόντι.

    τραβιέμαι προς τα έξω, βγαίνω• αποσπώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выдернуть

  • 36 выкорчевать

    -чую, -чуешь
    ρ.σ.μ.
    ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω, ξεκληρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выкорчевать

  • 37 вырвать

    -ву, -вешь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω βίαια, αποσπώ•

    вырвать зуб βγάζω το δόντι•

    вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.

    2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•

    вырвать секрет αποσπώ μυστικό.

    εκφρ.
    вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).
    1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.
    2. βγαίνω, σχίζομαι•

    в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.

    || ξεγλιστρώ, πέφτω•

    лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.

    -рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ.

    Большой русско-греческий словарь > вырвать

  • 38 вытеребить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.μ.
    ξεριζώνω, εκριζώνω, βγάζω τραβώντας•

    вытеребить лен βγάζω το λινάρι.

    Большой русско-греческий словарь > вытеребить

  • 39 дёргать

    ρ.δ.
    1. τραβώ κουνώντας•

    он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.

    2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•

    его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.

    || κινώ απότομα μέλος του σώματος•

    дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.

    3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.
    4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•

    дёргать зуб βγάζω το δόντι•

    дёргать лн βγάζω το λινάρι.

    5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.
    εκφρ.
    носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.
    κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•

    у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > дёргать

  • 40 драть

    деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.

    || τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.
    2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•

    драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.

    || εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•

    драть зубы βγάζω τα δόντια.

    3. κατασπαράζω, θανατώνω.
    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•

    драть розгами χτυπώ με τη βέργα.

    || τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•

    драть волосы τραβώ τα μαλλιά•

    драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.

    5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.
    6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.
    7. τραβώ, προκαλώ πόνο•

    бритва -т το ξυράφι τραβάει.

    8. ερεθίζω, καίω•

    горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•

    перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.

    || μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•

    эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.

    9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•

    драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.

    εκφρ.
    драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•
    драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.
    1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.
    2. μάχομαι, πολεμώ•

    драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.

    || αγωνίζομαι• 'παλεύω•

    драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.

    || χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•

    драть на шпагах ξιφομαχώ.

    Большой русско-греческий словарь > драть

См. также в других словарях:

  • ξεριζώνω — ξεριζώνω, ξερίζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι …   Dictionary of Greek

  • ξεριζώνω — ξερίζωσα, ξεριζώθηκα, ξεριζωμένος 1. βγάζω φυτό ή δέντρο με τις ρίζες του: Φέτος το ξεριζώσαμε το αμπέλι μας. 2. μτφ., καταστρέφω, αφανίζω: Ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός του Πόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαμπελώνω — ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων, μεταβάλλω αμπελώνα σε αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αμπέλι] …   Dictionary of Greek

  • ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] …   Dictionary of Greek

  • ξεχορταριάζω — ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χορταριάζω] …   Dictionary of Greek

  • σουρομαδώ — ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εκριζώνω — και ξεριζώνω (AM ἐκριζῶ, όω) 1. αποσπώ κάτι από τη ρίζα, ξεριζώνω 2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω («ο ελληνισμός τής Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε») …   Dictionary of Greek

  • προαπορριζώ — όω, Α ξεριζώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναπορριζώ — Μ ξεριζώνω κάτι μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπορριζῶ «ξεριζώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»