Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μῖμοι

См. также в других словарях:

  • μῖμοι — μῖμος imitator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… …   Dictionary of Greek

  • Софрон — (Σώφρων, S.) из Сиракуз сын Агафокла и Дамнасиллиды и современник Еврипида после Эпихарма (см.) важнейший представитель сицилийской комедии. Он сочинял так называемые мимы (см.) род народных комедий, который имел свое начало в Сицилии еще до С.,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • μιμολογούμαι — μιμολογοῡμαι, έομαι (Α) [μιμολόγος] απαγγέλλομαι όπως οι μίμοι …   Dictionary of Greek

  • πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… …   Dictionary of Greek

  • ταυρόφθογγος — ον, Α αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος («ταυρόφθογγοι μῑμοι» ήχοι ως μίμηση τού μυκηθμού τών ταύρων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. μελί φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κιγιάρ, Πιερ — (Pierre Quillard, 1864 – 1912). Γάλλος ποιητής, φιλόλογος και ελληνιστής. Διετέλεσε καθηγητής του αρμενικού λυκείου Άγιος Γρηγόριος της Κωνσταντινούπολης. Το 1897 παρακολούθησε τις πολεμικές επιχειρήσεις του Ελληνοτουρκικού πολέμου ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»