-
21 μήκωνι
μήκωνpoppy: fem dat sg -
22 μήκωνος
μήκωνpoppy: fem gen sg -
23 μήκωσι
μήκωνpoppy: fem dat pl -
24 μήκωσιν
μήκωνpoppy: fem dat pl -
25 μηκωνάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηκωνάριον
-
26 μηκώνικος
μηκών-ικο?μηκώνικοςXς, ή, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηκώνικος
-
27 μηκωνίς
A wild lettuce, Lactuca scariola, Nic.Th. 630, Inscr.Prien.171, BGU1118.13; in full,μ. θρίδαξ Gal.13.173
.II as Adj., = μηκώνειος, μακωνίδες ἄρτοι Alcm.74 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηκωνίς
-
28 μηκωνῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηκωνῖτις
-
29 μάκων'
μά̱κωνα, μήκωνpoppy: fem acc sg (doric)μά̱κωνι, μήκωνpoppy: fem dat sg (doric)μά̱κωνε, μήκωνpoppy: fem nom /voc /acc dual (doric) -
30 μακων
-
31 βρίθω
βρίθω, βρίσω, H. h. 4, 456; perf. βέβρῑϑα mit Präsensbedeutung; 1) Wucht haben, schwer belastet sein, στραφυλῇσι μέγα βρίϑουσαν ἀλωήν Il. 18, 561; βρίϑῃσι δένδρεα καρπῷ Od. 19, 112; absol., von fruchtschweren Aehren, Hes. O. 464; βεβρίϑει (ναῦς) σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν Od. 16, 474; εὐδοξίᾳ μέγα βρίϑει Pind. N. 3, 38; vgl. Eur. Phoen. 1551; ὄλβῳ Troa. 216; c. gen., τράπεζαι σίτου βεβρίϑασιν, schwer beladen, angefüllt, Od. 15, 334; vgl. 9, 219; ἔρις βεβριϑυῖα, lästig, beschwerlich, Il. 21, 385; ὑπὸ λαίλαπι βέβριϑε χϑών 16, 384. – 2) ein Uebergewicht haben, überlegen sein, ἐέδνοισι βρίσας Od. 6. 159; im Kampfe, Il. 12, 346. 359. 17, 512; χειρί Soph. Ai. 130; ὄλβῳ Eur. Tr. 216; sich auf eine Seite neigen, lenken, von Pferden, Plat. Phaedr. 247 b; Plut. Caes. 44; ähnl. bei Sp.; κάτω Lucill. 55 (XI, 91). – 3) trans., belasten, beschweren, Hes. O. 464; τινὰ πλούτῳ Pind. N. 8, 13; τάλαντα Aesch. Pers. 346; Sp. D., wie Opp. C. 1, 128; pass., βριϑομένη, schwer belastet, Iliad. 8, 307 μήκων δ' ἃς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ' ἐνὶ κήπῳ καρπῷ βριϑομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, vgl. Scholl. Aristonic.; βριϑομένης ἀγαϑῶν ἐπίμεστα τραπέζης Phereer. bei Hesych. (v. ἐπίμεστα); χαλικρήτῳ νάματι Agath. 8 (V, 294).
-
32 κερατῖτις
-
33 κουδέα
-
34 μηκώνιον
-
35 θῡλακῖτις
θῡλακῖτις, ιδος, ἡ, μήκων, der Mohn, papaver sativum, nach den Mohnköpfen benannt, Diosc.
-
36 ἐπι-τηλίς
-
37 ῥοιάς
ῥοιάς, ἡ, = ῥοάς, zw.; – μήκων ῥοιάς, der wilde Mohn, papaver rhoeas, Theophr.
-
38 βριθω
1) тж. med. быть тяжелым(βριθόμενοι ἄξονες Aesch.; ἔρις βεβριθυῖα Hom.)
2) быть нагруженным(ναῦς βεβρίθει σάκεσσι καὴ ἔγχεσι Hom.; τροπαίοις βεβριθώς Plut.)
3) быть обремененным, отягощенным(σταφυλῇσι βρίθουσα ἀλωή Hom.)
τράπεζαι σίτου ἡδ΄ οἴνου βεβρίθασιν Hom. — столы уставлены хлебом и вином;εὔχεσθαι β. Δημήτερος ἀκτήν Hes. — молиться, чтобы цвела урожаем земля Деметры, т.е. пашня;ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών Hom. — на земле бушует буря4) быть одаренным, изобиловать(χειρὴ ἢ πλούτου βάθει Soph.). εὐδοξίᾳ β. Pind. быть славным
5) склоняться, гнуться, валиться(βρίθει ὅ τῆς κακῆς ἵππος μετέχων Plat.; ἐπὴ θάτερον μέρος Arst., κάτω Anth.)
ἐνταῦθα τῆς γῆς ἔβρισε (ὅ λίθος) Plut. — в это место упал камень6) наваливаться, напирать(τῇδε Hom.; οἱ ἱππεῖς ἐπὴ τὸ ἀριστερὸν ἔβρισαν Plut.)
7) получать или иметь перевес, одолевать(ὧδε ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Hom.)
ἐέδνοισι βρίσας Hom. — поднеся более богатые подарки8) нагружать, отягощать(μήκων καρπῷ βριθομένη Hom.; πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.)
τάλαντα βρῖσαί τινι Aesch. — положить что-л. на чашки весов9) одарять(τινὰ πλούτῳ Pind.; βλάσταις τέκνων βριθομένα Νιόβη Plut.; παρθενίων βριθομένη χαρίτων Anth.)
-
39 μελιτοω
-
40 μάκων
μά̱κων, μήκωνpoppy: fem nom /voc sg (doric)
См. также в других словарях:
Μήκων — poppy masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκων — poppy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… … Dictionary of Greek
μήκων' — μήκωνα , μήκων poppy fem acc sg μήκωνι , μήκων poppy fem dat sg μήκωνε , μήκων poppy fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκῶν — μη̱κῶν , μῆκος length neut gen pl (attic epic doric) μηκάζω fut part act masc voc sg μηκάζω fut part act neut nom/voc/acc sg μηκάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μηκή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκώνων — μήκων poppy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήκονος — Μήκων poppy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήκους — Μήκων poppy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκωνα — μήκων poppy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκωνας — μήκων poppy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκωνες — μήκων poppy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)