Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μηκώνειος

См. также в других словарях:

  • μηκώνειος — μηκώνειος, εία, ον (Α) 1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον α) το όπιο β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ… …   Dictionary of Greek

  • μηκώνειον — flavoured with opium neut nom/voc/acc sg μηκώνειος flavoured with opium masc acc sg μηκώνειος flavoured with opium neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκωνίς — μηκωνίς, ίδος, δωρ. τ. μακωνίς, ἡ (Α) 1. είδος μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό τής μήκωνος 2. είδος ευφορβίου, ακανθώδους φυτού τής Αφρικής 3. (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, μηκώνειος («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.) [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μηκωνείοις — μηκώνειον flavoured with opium neut dat pl μηκώνειος flavoured with opium masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκωνείου — μηκώνειον flavoured with opium neut gen sg μηκώνειος flavoured with opium masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκωνείῳ — μηκώνειον flavoured with opium neut dat sg μηκώνειος flavoured with opium masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»