Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μόλε

См. также в других словарях:

  • Μόλε — Μόλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλε — βλώσκω go or come aor imperat act 2nd sg βλώσκω go or come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολέ, Λουί Ματιέ — (Lοuis Mathieu Mole, Παρίσι 1781 – Σεν ετ Ουάζ 1855). Γάλλος πολιτικός. Το πολύκροτο σύγγραμμά του Μελέτη για την ηθική και την πολιτική είχε μεγάλη απήχηση, τράβηξε μάλιστα και την προσοχή του ίδιου του Ναπολέοντα, ο οποίος τον ανέβασε σε… …   Dictionary of Greek

  • μόλ' — μόλε , βλώσκω go or come aor imperat act 2nd sg μόλε , βλώσκω go or come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλ' — Μόλε , Μόλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Τορίνο — (Torino). Πόλη (991.799 κάτ.) της βόρειας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.830 τ. χλμ., 2.383 421 κάτ.) και του Πεδεμόντιου. Χτισμένο σε καίρια θέση της πεδιάδας του Πεδεμόντιου, στο σημείο όπου συμβάλλει ο Ντόρα Ριπάρια με τον Πάδο… …   Dictionary of Greek

  • NOX — I. NOX Dies in lusu Graecorum, quem ὀςτράκου περιςτροφὴν, testae conversionem, dixêre, vide infra Testa. II. NOX ab antiquis ut Dea culta fuit: eam mulieris formâ effinxêre, nigris expansis alis, quae volare videretur. Pulchra est apud Pausaniam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • σηροκτόνος — ον, Α λακων. προφ. τού θηροκτόνος* («ἀγρότερ Ἄρτεμι σηροκτόνε μόλε δεῡρο», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»