Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μπλέκω

См. также в других словарях:

  • μπλέκω — μπλέκω, έμπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπλέκω — 1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές») 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά») 3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλάζω — μπλέκω, εμπλέκω, μπερδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμ πλάζω] …   Dictionary of Greek

  • άμπλεχτος — η, ο [μπλέκω] αυτός πού δεν μπλέχτηκε, ο αμπέρδευτος …   Dictionary of Greek

  • αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • ερωτοπλανώ — [ερωτοπλάνος] παρασύρω στον έρωτα, μπλέκω κάποιον στα δίχτια τής αγάπης …   Dictionary of Greek

  • καταμπλέκω — 1. μπερδεύω κάτι τελείως 2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση») 3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση …   Dictionary of Greek

  • καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»