-
1 μπλέκω
[блэко] р. впутывать, запутывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπλέκω
-
2 вовлекать
-
3 запутать
запутать, запутывать μπερδεύω, μπλέκω \запутаться μπλέκομαι, μπερδεύομαι* * *= запутыватьμπερδεύω, μπλέκω -
4 запутать
запутатьсов, запутывать несов1. μπερδεύω, μπλέκω, περιπλέκω:\запутать де́ло μπερδεύω τήν ὑπόθεση·2. (вовлекать) разг μπλέκω, μπερδεύω, παρασύρω. -
5 путать
путатьнесов1. (нитки и т. п.) μπλεκω, ἀνακατώνω, περιπλέκω·2. (сбивать с толку) μπερδεύω, σαστίζω (μετ.)·3. (смешивать) συγχέω, μπερδεύω:\путать разные понятия συγχέω διαφορετικές ἔννοιες·4. (вмешивать, вовлекать) разг ἀνακατώνω, μπλεκω, μπερδεύω, ἐμπλεκα»:не пу́тайте меня в это дело! μή μέ μπερδεύετε σ' αὐτή τήν ὑπόθεση!. -
6 ввязать
ввяжу, ввяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввязанный, βρ: -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. εμπλέκω, πλέκω μέσα, συνδέω πλέκοντας•ввязать пятку в чулок πλέκω φτέρνα στην κάλτσα.
2. μτφ. μπλέκω, τυλύγω, μπερδεύω• ввязать кого-н. в неприятное дело μπλέκω κάποιον σε παλιοδουλιά.παίρνω μέρος, αναμιγνύομαι, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι. -
7 сцепить
ρ.σ.μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω• σκαλώνω. || συνδέω• μπλέκω•сцепить пальцы μπλέκω τα δάχτυλα.
|| σφίγγω•сцепить чолюсти σφίγγω τις σι-αγώνες•
сцепить зубы σφίγγω τα δόντια.
1. αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι.2. συνδέομαι, ενώνομαι. || σφίγγομαι.3. πιάνομαι, τσακώνομαι• αρπάζομαι•собаки -лись τα σκυλιά πιάστηκαν.
-
8 отключать
1. (отсоединять) αποσυνδέω 2. (выключать) διακόπτω, αποσυνδέω 3. (выводить из зацепления) αποσυνδέω, απε-μπλέκω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отключать
-
9 рассучивать
ξεκλώθω, ξεπλέκω, απε-μπλέκω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассучивать
-
10 ввязать
ввязатьсов, ввязывать цесов1. πλέκω, πλέκω πάνω σέ κάτι ἄλλο;2. перен разг (впутывать) ἀνακατώνω, περιπλέκω, μπλέκω, μπερδεύω. -
11 впутать
впутатьсов, впутывать несов μπερδεύω, μπλέκω, παρασύρω. -
12 завертеться
завертеть||ся1, (начать вертеться) ἀρχίζω νά περιστρέφομαι·2. перен (захлопотаться) разг μπλέκω μέ τίς δουλειές (άμετ.). -
13 намудрить
намудритьсов разг μπλέκω (или μπερδεύω) τό ζήτημα. -
14 перепутывать
перепу́тыватьнесов1. μπερδεύω, περιπλέκω, μπλέκω·2. перен συγχέω. -
15 приплетать
приплетатьнесов1. (вплетать) συμπλέκω, πλέκω μαζί·2. (впутывать) разг μπλέκω, μπερδεύω. -
16 спутывать
спутыватьнесов1. (нитки, волосы и т. п.) μπλεκω, μπερδεύω·2. перен συγχέω, μπερδεύω:\спутывать чьй-л. карты χαλῶ τά σχέδια κάποιου·3. δένω, πεδικλώνω:\спутывать лошадь πεδουκλώνω ἄλογο. -
17 втравить
[φτραβίτ'] ρ. μπλέκω -
18 запутать
[ζαπουτάτ"] ρ. μπερδευώ, μπλέκω -
19 намудрить
[ναμουντρίτ'] ρ. μπλέκω το ζήτημα -
20 путать
[πούτατ'] ρ. μπερδεύω, μπλέκω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μπλέκω — μπλέκω, έμπλεξα βλ. πίν. 25 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπλέκω — 1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές») 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά») 3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπλάζω — μπλέκω, εμπλέκω, μπερδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμ πλάζω] … Dictionary of Greek
άμπλεχτος — η, ο [μπλέκω] αυτός πού δεν μπλέχτηκε, ο αμπέρδευτος … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek
ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω … Dictionary of Greek
εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω … Dictionary of Greek
ερωτοπλανώ — [ερωτοπλάνος] παρασύρω στον έρωτα, μπλέκω κάποιον στα δίχτια τής αγάπης … Dictionary of Greek
καταμπλέκω — 1. μπερδεύω κάτι τελείως 2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση») 3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση … Dictionary of Greek
καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) … Dictionary of Greek