-
1 путаться
путать||ся1. μπερδεύομαι·2. (о мыслях и т. п.) разг σαστίζω (άμετ.), τά χάνω, μπερδεύομαι·3. (вмешиваться) разг ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι/ ἐμποδίζω (мешать)· ◊ не путайся под ногами μή μ' ἐμποδίζεις, μή μπερδεύεσαι μέσ' τά πόδια μου. -
2 запутаться
запутать||сяпрям., перен μπερδεύομαι, μπλέκομαι, περιπλέκομαι:\запутатьсяся в долгих πνίγομαι στά χρέη, μπερδεύομαι στά χρέη. -
3 спутываться
спутывать||ся1. (о нитках, волосах и т. п.) μπλέκομαι, μπερδεύομαι·2. перен (сбиваться, смущаться) μπερδεύομαι, τά χάνω. -
4 замешать
ρ.σ.1. αναμιγνύω, ανακατεύω, μπλέκω, μπερδεύω (σε επικίνδυνη, άσχημη υπόθεση).2. αρχίζω να αναμιγνύω κλπ. ρ. 1 σημ.1. ανακατεύομαι, χάνομαι,• замешать в толпу ανακατεύομαι, στο πλήθος.2. μπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμιγνύομαι, (σε επικίνδυνη, βρωμερή υπόθεση).3. παλ. παθαίνω σύγχυση,τα χάνω.4. αρχίζωι να αναμιγνύομαι, να ανακατεύομαι, να μπλέκομαι, να μπερδεύομαι. -
5 заплетать
ρ.δ.βλ. заплести.1. (γι,α πόδια) μπλέκομαι, μπερδεύομαι, τρικλίζω.2. μτω. (για γλώσσα) μπερδεύομαι•от волнения у.«еня язык -ется από την ταραχή η γλώσσα μου μπερδεύεται.
-
6 запутать
запутать, запутывать μπερδεύω, μπλέκω \запутаться μπλέκομαι, μπερδεύομαι* * *= запутыватьμπερδεύω, μπλέκω -
7 запутаться
μπλέκομαι, μπερδεύομαι -
8 ввязаться
ввязать||сяἀνακατώνομαι, ἀναμιγνύομαι, μπερδεύομαι, ἐμπλέκομαι. -
9 впутаться
впутать||сяμπερδεύομαι, μπλέκομαι, περιπλέκομαι, ἀνακατώνομαι, παρασύρομαι. -
10 заплетаться
запле||та́тьсяμπερδεύομαι:у него́ язык \заплетатьсятается τοῦ μπερδεύεται ἡ γλώσσα· у него́ но́ги \заплетатьсятаются περπατᾶ τρικλίζοντας. -
11 осложнениеяться
осложнение||я́тьсяπεριπλέκομαι, μπερδεύομαι. -
12 перемешаться
перемешать||ся1. ἀναμιγνύομαι, ἀνακατώνομαι·2. (спутываться) συγχίζομαι. μπερδεύομαι, τά χάνω. -
13 переплет
переплетм1. (действие) τό ἐξὠφυλ-λο[ν], τό χαρτοδέσιμο:отдать в \переплет δίνω γιά δέσιμο, δίνω γιά χαρτοδέσιμο·2. (книги) τό δέσιμο:картонный \переплет ἐξώφυλλο ἀπό χαρτόνι·3. (оконный) τά σταυρόξυλα παραθύρου· ◊ попасть в \переплет разг μπερδεύομαι ἀσχημα -
14 перепутываться
перепу́тывать||сяΜπερδεύομαι, τά χάνω. -
15 смешивать
смеш||иватьнесов1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγκερνώ (тк. жидкость)·2. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω·3. (перепутывать) συγχέω, μπερδεύω· \смешиватьива-ться1. (образовывать смесь) ἀναμιγνύομαι, ἀνακατεύομαι·2. (перепутываться) ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι· ◊ \смешиватьиваться с толпой χάνομαι μέσα στό πλήθος. -
16 увязать
увязать Iсов см. увязывать.увязать IIнесов1. βουλιάζω, κολλώ:\увязать в грязи́ βουλιάζω στή λάσπή2. перен (погрязать) μπλέκομαι, μπερδεύομαι, βουλιάζω. -
17 усложниться
усложнить||сяπεριπλέκομαι, μπερδεύομαι, μπλέκομαι/ χειροτερεύω (ухудшаться). -
18 заплестись
[ζαπλιστίσ*] ρ. μπερδεύομαι -
19 путаться
[πούτατσα] ρ. μπερδεύομαι -
20 заплестись
[ζαπλιστίσ*] ρ μπερδεύομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μπερδεύομαι — μπερδεύομαι, μπερδεύτηκα, μπερδεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εντυλίσσω — ἐντυλίσσω (AM) τυλίγω μέσα σε κάτι, περιτυλίγω («λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ», ΚΔ) μσν. μέσ. μπλέκομαι, μπερδεύομαι … Dictionary of Greek
καρκινώ — καρκινῶ, όω (Α) [καρκίνος] 1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.) 2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.) 3. παθ … Dictionary of Greek
καταπεδουκλώνομαι — (επιτ. τ. τού πεδουκλώνω, πεδουκλώνομαι) μπερδεύομαι, σκοντάφτω («εκαταπεδουκλώθηκε [το άλογον], πέφτει, κουλουμουντρίζει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδουκλώνομαι (< λατ. pediculus «μικρό πόδι», υποκορ. τού pes, pedis «πόδι»] … Dictionary of Greek
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
μπλέκω — 1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές») 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά») 3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
παρεμπλέκω — Α [εμπλέκω] 1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων 2. μέσ. παρεμπλέκομαι α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος 3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν … Dictionary of Greek
περιπείρω — ΜΑ διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.) αρχ. 1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ) 3 … Dictionary of Greek
περισκελίζω — ΜΑ μσν. περιστρέφομαι, μπερδεύομαι στα πόδια κάποιου αρχ. υποσκελίζω, καταβάλλω, επιβουλεύομαι («δαίμονες περισκελίζοντες τὴν ψυχήν», Μακάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκελίζω (< σκέλος), πρβλ. υπο σκελίζω] … Dictionary of Greek