Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μπερδεύομαι

См. также в других словарях:

  • μπερδεύομαι — μπερδεύομαι, μπερδεύτηκα, μπερδεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εντυλίσσω — ἐντυλίσσω (AM) τυλίγω μέσα σε κάτι, περιτυλίγω («λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ», ΚΔ) μσν. μέσ. μπλέκομαι, μπερδεύομαι …   Dictionary of Greek

  • καρκινώ — καρκινῶ, όω (Α) [καρκίνος] 1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.) 2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.) 3. παθ …   Dictionary of Greek

  • καταπεδουκλώνομαι — (επιτ. τ. τού πεδουκλώνω, πεδουκλώνομαι) μπερδεύομαι, σκοντάφτω («εκαταπεδουκλώθηκε [το άλογον], πέφτει, κουλουμουντρίζει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδουκλώνομαι (< λατ. pediculus «μικρό πόδι», υποκορ. τού pes, pedis «πόδι»] …   Dictionary of Greek

  • λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • μπλέκω — 1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές») 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά») 3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπλέκω — Α [εμπλέκω] 1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων 2. μέσ. παρεμπλέκομαι α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος 3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν …   Dictionary of Greek

  • περιπείρω — ΜΑ διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.) αρχ. 1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ) 3 …   Dictionary of Greek

  • περισκελίζω — ΜΑ μσν. περιστρέφομαι, μπερδεύομαι στα πόδια κάποιου αρχ. υποσκελίζω, καταβάλλω, επιβουλεύομαι («δαίμονες περισκελίζοντες τὴν ψυχήν», Μακάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκελίζω (< σκέλος), πρβλ. υπο σκελίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»